Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Στρασβούργο,
Του Γιάννη Σαπουντζή
Μεταξύ 12 και 16 Φεβρουαρίου, το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου διοργάνωσε την «Ευρωπαϊκή Εβδομάδα» (Semaine européenne) στο κτήριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Στόχος της ήταν η εξοικείωση των φοιτητών του Πανεπιστημίου με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, συζητώντας για κρίσιμα θέματα της ευρωπαϊκής ατζέντας. Στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, ακούσαμε παρεμβάσεις σε θέματα οικονομίας, φορολογίας, δικαιοσύνης, μετανάστευσης αλλά και συζητήσαμε για το μέλλον της Ευρώπης. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν αλλά και ο (απελθών πλέον) υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής της Ελλάδος, Γιάννης Μουζάλας. Η ομιλία του για τη μεταναστευτική κρίση ακριβώς επειδή έγινε σε σχετικά ελεύθερο πλαίσιο εξέφραζαν τόσο την επίσημη κυβερνητική πολιτική όσο και προσωπικές του απόψεις.
Ο κ. Μουζάλας, ξεκινώντας την ομιλία του, αναφέρθηκε στις μακροχρόνιες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαμόρφωση κοινής μεταναστευτικής πολιτικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι οποίες δεν έχουν ευοδωθεί ουσιαστικά μέχρι και σήμερα. Η έλλειψη κοινής πολιτικής οδήγησε στην ανέτοιμη και κατά περιπτώσεις ακραία αντίδραση της Ευρώπης στην προσφυγική κρίση του 2015. Χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη κρίση ως τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έδωσε μεγάλη έμφαση στους αριθμούς των προσφύγων που έφτασαν στην Ιταλία και την Ελλάδα, 300.000 και 1,2 εκατομμύρια αντίστοιχα, παραλληλίζοντάς την έμμεσα με το προσφυγικό του 1922 και εκφράζοντας την άποψη ότι η συγκεκριμένη συγκυρία ήταν ανέφικτο να αντιμετωπιστεί σε κρατικό επίπεδο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Τόνισε κατ’ επανάληψη τον αριθμό των προσφύγων που βρίσκονται κοντά στην Ευρώπη, τα τρία εκατομμύρια στην Τουρκία, το ένα εκατομμύριο στο Λίβανο, το ένα εκατομμύριο στην Ιορδανία και το ένα στο Ιράκ. Οι συγκεκριμένοι αριθμοί αυξήθηκαν και οδήγησαν τους πρόσφυγες προς την Ευρώπη μετά την πτώση της Μουσούλης και την εξάπλωση του ISIS το 2015.
Στη συνέχεια της ομιλίας του υπογράμμισε ότι ελάχιστες χώρες ανέλαβαν το βάρος της μετεγκατάστασης των αιτούντων άσυλο με έμπρακτο και ουσιαστικό τρόπο, φέροντας ως παράδειγμα τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ολλανδία. Επισήμανε ότι οι χώρες προέλευσης των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών είναι πολλές, πέραν των γνωστών στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Αναφέρθηκε στη δύσκολη κατάσταση στη Μυανμάρ και το Μπαγκλαντές. Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες Ροχίνγκια κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές, διωχμένοι από τη Μυανμάρ, δημιουργώντας ένα εν δυνάμει νέο προσφυγικό ρεύμα προς την Ευρώπη στο μέλλον. Μια άλλη πηγή προσφύγων είναι η υποσαχάρια Αφρική με πάνω από τρία εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες να βρίσκονται στη Λιβύη.
Σε άλλο σημείο του λόγου του, αναφέρθηκε στο νομοθετικό κενό που κατέστη εμφανές με την προσφυγική κρίση και στάθηκε στην Σύμβαση της Γενεύης. Η Σύμβαση αυτή, που ανατρέχει στο 1951, δε διευκρινίζει έννοιες όπως αυτή της ασφαλούς τρίτης χώρας, οι οποίες ερμηνεύονται διαφορετικά σε κάθε χώρα. Ενδεικτικά ανέφερε πως μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντοπίζονται μεγάλες διαφορές στα ποσοστά αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα (στην περίπτωση των Αφγανών, 65% στην Ελλάδα, 50 % στην Γαλλία, 40% στη Γερμανία). Επομένως, η Ευρώπη οφείλει να θεσπίζει κοινούς κανόνες και όχι απλώς να εφαρμόζει ευέλικτη αλληλεγγύη (το ένα κράτος να χρηματοδοτεί και το άλλο να φιλοξενεί τους πρόσφυγες). Τόνισε πως δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν οι ροές αλλά μόνο να περιοριστούν. Τα μέτρα που ελήφθησαν από την Ένωση και τα κράτη μέλη δεν είναι αρκετά. Σε αυτό το σημείο αναφέρθηκε στον ρόλο του πολέμου στην αύξηση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών. Η Ευρώπη, όπως είπε, δεν μπορεί να μειώσει τις ροές όσο μαίνονται οι μάχες και κράτη-μέλη της εμπλέκονται στις συγκρούσεις – για παράδειγμα, ευρωπαϊκά κράτη ήταν παρόντα στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη χωρίς να υπολογίζουν τον αντίκτυπο στο θέμα των μετακινήσεων πληθυσμού που ξεκίνησαν.
Η διαχείριση του προσφυγικού πρέπει κατά την άποψή του να βασιστεί σε μια σειρά βημάτων που θα περιλαμβάνουν περιορισμό αφίξεων, επιτάχυνση επιστροφών, ταχύτερη διαδικασία ασύλου, εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης και εντοπισμό και αντιμετώπιση των διακινητών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εμβάθυνε στα βήματα αυτά αναφέροντας ως επιβεβλημένες ενέργειες τη ανάληψη δράσης πριν την είσοδο στο ευρωπαϊκό έδαφος και τη δημιουργία νόμιμων διοδων προς την Ευρώπη με στόχο την εξάλειψη των διακινητών. Για να υποστηρίξει τη θέση του ανέφερε πως οι πνιγμοί το 2015 ήταν 4.200, το 2016 5.400 και το 2017 3.400. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξέταση ασύλου και ο διαχωρισμός προσφύγων και μη πρέπει να γίνεται στην χώρα προέλευσης (πρεσβείες, κλιμάκια Ο.Η.Ε., Μ.Κ.Ο). Η Ευρώπη οφείλει, δηλαδή, να δρα εκ των προτέρων, με στόχο να μην ξεκινήσει η παράνομη μετακίνηση, αλλά να εξασφαλίσει έναν ασφαλή δρόμο.
Ένα σημαντικό στοιχείο είναι η δόμηση κοινής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, βρίσκεται η δημιουργία μιας κοινής Ευρωπαϊκής λίστας ασφαλών χωρών καταγωγής και ο σαφής διαχωρισμός προσφύγων/μεταναστών. Το άσυλο πρέπει να απονέμεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο και όχι από την κάθε χώρα ξεχωριστά. Στη συνέχεια η Ένωση θα αποφασίζει που θα κατανέμονται οι πρόσφυγες και με ποια αναλογία. Πρόταση σχετικά με τον συγκεκριμένο μηχανισμό που θα πρέπει να ακολουθηθεί δεν υπήρξε από τον Γ. Μουζάλα. Για να καταστεί αυτό εφικτό, η διαδικασία απονομής ασύλου πρέπει να αναδιαρθρωθεί και να επιταχυνθεί, καθώς ο κάθε μετανάστης έχει το δικαίωμα αίτησης ασύλου (στην Ελλάδα από τους 60.000 κατά τεκμήριο πρόσφυγες, έχουν υποβληθεί 67.000 αιτήσεις ασύλου.) Πέραν τούτου, τα κράτη μέλη, τόσο αυτά που έχουν υποδεχθεί πρόσφυγες όσο και αυτά που είναι απρόθυμα, πρέπει να επιταχύνουν την εγκατάσταση και τη ανακατανομή των προσφύγων. Στην ομιλία του ασκησε κριτική στη στάση στο θέμα των προσφύγων κρατών μελών, ιδιαίτερα της ομάδας Visegrad, για την πολιτική απομονωτισμού και εγκλωβισμού που οδηγεί την Ευρώπη σε αδιέξοδο, όπως ανέφερε πολλές φορές. Οι προσπάθειες της Επιτροπής όλο αυτό το διάστημα της προσφυγικής κρίσης έχουν αποβεί άκαρπες σε μεγάλο βαθμό παρότι αυτή ήταν το μόνο ευρωπαϊκό όργανο που επιχείρησε και επιχειρεί προς μια ουσιαστική λύση ακολουθώντας και τις προτροπές του UNHCR (χωρίς ωστόσο, να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον ρόλο του Έλληνα αρμόδιου επιτρόπου).
Σχετικά με την κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδος, ο ίδιος θεωρεί πως η εγκατάσταση και πολλώ δε μάλλον η ενσωμάτωση των προσφύγων στη χώρα κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Η χώρα βιώνει μία μακρά και συνεχιζόμενη οικονομική κρίση εδώ και πολλά χρόνια, με την ανεργία να ξεπερνά το 20%. Είναι λογικό, να μην μπορεί να στηρίξει μέσω ιδίων πόρων τους πρόσφυγες, παρά μόνο μέσω κοινοτικών κονδυλίων, όπως και πράττει μέσα στο τρέχον έτος.
Ο τέως Υπουργός θεωρεί επιτυχημένη τη Δήλωση ΕΕ- Τουρκίας του 2016 καθώς μέσα σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα οι ροές μειώθηκαν κατά 97% (από 2.000 στους 80 ανά μέρα). Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν τη Δήλωση και όχι η Ελλάδα καταμόνας. Σε αυτό το πλαίσιο η υλοποίηση των συμφωνηθέντων είναι απαραίτητο συστατικό, σχόλιο που μπορεί να θεωρηθεί υπαινιγμός για την τωρινή κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση τόνισε ότι αυτή η συμφωνία είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις με γειτονικά με την Ευρώπη κράτη. Η Ευρώπη, μέσα από τα ανταλλάγματα που μπορεί να προσφέρει στις χώρες διέλευσης, θα δώσει μια ώθηση στο ζήτημα, λόγω της οικονομικής της ισχύος. Όμως η Ευρώπη μέσω των συμφωνιών όπως ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, ωθεί τους πρόσφυγες στις χώρες εισόδου αντί να επιταχύνει τους επαναπατρισμούς. Για παράδειγμα, η πολιτική και οικονομική ισχύς της Γερμανίας είναι μεγαλύτερη από της Ελλάδας ώστε αυτή να πιέσει τη χώρα καταγωγής ενός μετανάστη για την αποδοχή του (π.χ η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει σε επιστροφή στο Πακιστάν, η Γερμανία όμως ναι).
Αναφέρθηκε υπαινικτικά στη μεροληψία της Ευρώπης: ενώ έχει διαθέσει 800 εκατομμύρια για την Αφρική μέχρι το 2020 για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (Panafrican invest strategy), διέθεσε αυτή τη διετία πάνω από ένα δισεκατομμύριο για την μεταναστευτική πολιτική (camp προσφύγων, Frontex, διασφάλιση συνόρων). Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις συνθήκες απόλυτης φτώχειας στην υποσαχάρια Αφρική από όπου προέρχονται 3 εκατομμύρια μεταναστών που κατευθύνονται στη Λιβύη. Η κριτική του σχετικά με την εμπλοκή ευρωπαϊκών κρατών στους πολέμους ή τις επεμβάσεις με ειρηνευτικό πρόσημο και η απάθειά τους σχετικά με τις συνέπειες αυτών των επεμβάσεων που είναι τα κύματα προσφύγων, έγινε εντονότερη στην απάντησή του σε μια ερώτηση για την επέμβαση στη Λιβύη. Όταν φοιτητής του έθεσε ότι η Δύση επενέβη στην Λιβύη γιατί κινδύνευσαν να αφανισθούν οι πολίτες της Τρίπολης,η απάντησή του ήταν πως και στην Ελλάδα υπήρξε δικτατορία, αλλά οι Έλληνες δεν ζήτησαν τον βομβαρδισμό της Αθήνας.
Αναφορικά με τις κατηγορίες κακομεταχείρισης των προσφύγων στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Μόρια της Λέσβου, παραδέχτηκε πως υπάρχει παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, τόνισε ότι τούτο είναι συνέπεια του ότι το κέντρο της Μόριας έχει χωρητικότητα μικρότερη σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που πρέπει να φιλοξενεί αυτή τη στιγμή. Όμως, μια από τις αιτίες για τη συσσώρευση αυτή είναι η μη υλοποίηση της συμφωνίας για τη μετεγκατάσταση των αιτούντων. Επίσης ανέφερε ότι, πέραν των δικαιωμάτων των προσφύγων, υπάρχουν και τα δικαιώματα των κατοίκων της Μόριας, οι οποίοι βρέθηκαν σε μια τελείως νέα κατάσταση (400 κάτοικοι και 3000 πρόσφυγες), που συνιστά πηγή κινδύνου και παρεμπόδισης άσκησης των δικαιωμάτων τους, δήλωση σημαντική σε σχέση με αυτά που είναι γνωστά στα ελληνικά μέσα ως κυβερνητική θέση.
Οι προκλήσεις του μέλλοντος είναι πολλές για την Ευρώπη. Το σύστημα μπορεί να καταρρεύσει αν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση. Η Ευρώπη πρέπει να είναι ενωμένη και να εφαρμόσει τα συμφωνημένα. Το ζήτημα της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και των δεσμεύσεων στο ζήτημα των προσφύγων είναι μια από τις προκλήσεις του παρόντος. Ο αυξανόμενος εθνικισμός και ρατσισμός στις χώρες του Visegrad παρεμποδίζει κάθε υλοποίηση προγραμμάτων για το μεταναστευτικό. Το σκηνικό πολιτικής αστάθειας στην Γερμανία και την Ιταλία δυσχεραίνει την υλοποίηση των αποφάσεων και πρωτοβουλίες για ευρύτερη λύση. Μόνα θετικά στοιχεία για το μέλλον είναι η μεταβολή των διαδικασιών και των προϋποθέσεων χορήγησης ασύλου στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Μήπως ακόμη και δημοψηφίσματα στο ζήτημα επηρεάσουν; Η Ευρώπη πρέπει να δράσει οργανωμένα και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που της αντιστοιχούν, μπροστά στο ασταθές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Οι θέσεις του Γ. Μουζάλα, είναι σαφώς σε μεγάλο μέρος και κυβερνητικές. Δεν γνωρίζουμε αν και κατά πόσο θα υπάρξει κάποια αλλαγή σε αυτές με τον πρόσφατο ανασχηματισμό. Ωστόσο, η ομιλία αυτή αποτελεί ενδιαφέρον στοιχείο για τους Έλληνες – που συχνά δεν έχουν την εικόνα που πρέπει, αλλά αυτήν που θέλουν για τη μεταναστευτική ατζέντα σε Ελλάδα και Ευρώπη.