Του Λεωνίδα Βαγδατζόγλου
Τον τελευταίο καιρό, η Κολομβία βρίσκεται μπροστά στην πιο σημαντική συγκυρία της ιστορίας της, που θα κρίνει αναμφισβήτητα το μέλλον της. Μετά από 52 χρόνια, ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις επίσημες κυβερνητικές δυνάμεις και τους αντάρτες του FARCφαίνεται να έχει φθάσει στο τέλος του.
Η μακρόχρονη σύγκρουση έχει στερήσει πολλά από την χώρα και πλέον τα δύο αντιμαχόμενα μέρη, έχοντας κουραστεί από αυτόν τον πόλεμο, ήρθαν σε συμφωνία, ώστε να τερματίσουν την μακροχρόνια σύγκρουση. Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο θα πετύχει η συμφωνία ειρήνης που έχει υπογραφεί ανάμεσα στις δύο πλευρές και για πόσο καιρό θα διατηρηθεί η επισφαλής ανακωχή που ισχύει έως ότου υλοποιηθεί οριστικά η συμφωνία.
Οι διαπραγματεύσεις και το δημοψήφισμα
Ύστερα από 52 χρόνια συγκρούσεων και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για σύναψη ειρήνης, ο πρόεδρος της Κολομβίας JuanManuelSantos, ξεκίνησε, το 2012, εκ νέου τις προσπάθειες προσέγγισης των ανταρτών με στόχο να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για σύναψη συμφωνίας ειρήνης. Οι διαπραγματεύσεις διήρκησαν 4 χρόνια, και έδωσαν αποτέλεσμα το 2016. Τον Ιούνιο του 2016 ανακοινώθηκε από τους διαπραγματευτές ότι κατέληξαν σε ένα σχέδιο με βάση το οποίο οι αντάρτες του FARCθα αρχίσουν να καταθέτουν τα όπλα από την στιγμή που θα τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία ειρήνης. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους τέθηκε σε εφαρμογή εκεχειρία μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και 2 μήνες αργότερα, συγκεκριμένα στις 2 Οκτωβρίου 2016, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο ο λαός της Κολομβίας κλήθηκε να εγκρίνει ή όχι την συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση και το FARC. Η συμφωνία προέβλεπε αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, δεδομένων των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στις οποίες είχε προβεί το κράτος σε περίοδο οικονομικών δυσχερειών, ώστε να αποπληρώσει το χρέος του. Επίσης, προέβλεπε καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, μέσω των οποίων το FARCχρηματοδοτεί τις δράσεις του. Τέλος, για όσους (αντάρτες και μη) έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου, η συμφωνία προέβλεπε ότι όσοι από αυτούς έχουν ομολογήσει τις πράξεις τους και έχουν αποζημιώσει τα θύματα θα εκτίσουν την ποινή τους για 5 με 8 χρόνια σε μια κατάσταση «περιορισμένης ελευθερίας».
Ωστόσο, και παρότι υπήρχε σχεδόν βεβαιότητα πως το ¨ΝΑΙ¨ θα επικρατούσε στο δημοψήφισμα, απροσδόκητα η συμφωνία ειρήνης απορρίφθηκε εν τέλει από το λαό, αν και με οριακό ποσοστό (50,22% ψήφισαν ¨ΟΧΙ¨ ). Όπως φάνηκε, οι δολοφονίες, οι απαγωγές, οι επιθέσεις με πολλούς νεκρούς καθώς και η στρατολόγηση παιδιών από τους αντάρτες, εν τέλει, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κρίση μέρους των πολιτών για την συμφωνία. Ενδιαφέρον έχει ακόμη το γεγονός ότι, όπως σε πολλές άλλες χώρες, οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω. Μετά την αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος, το μέλλον του προέδρου Santosφαινόταν ιδιαίτερα αβέβαιο και πολλοί, κυρίως υποστηρικτές του ¨ΟΧΙ¨, ζητούσαν την παραίτησή του, όπως είχε συμβεί και με τον DavidCameronμετά το δημοψήφισμα για το Brexitστη Μεγάλη Βρετανία.
Η απόρριψη της συμφωνίας προκάλεσε κύμα ανησυχίας τόσο στο στρατόπεδο της κυβέρνησης, όσο και μεταξύ των ανταρτών. Η κυβέρνηση ανησυχούσε πως η ήδη εύθραυστη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός θα κατέρρεε και θα ξέσπαγε εκ νέου ο εμφύλιος πόλεμος. Από την άλλη μεριά οι μαχητές του FARC, βρέθηκαν σε κατάσταση εξαναγκασμένης αδράνειας και αγωνίας, καθώς είχαν αρχίσει να παραδίδουν τα όπλα τους και ανησυχούσαν για την ασφάλεια και τη ζωή τους.
Παρ’ όλες τις πιέσεις για παραίτησή του ωστόσο, ο πρόεδρος Santos, επέμεινε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις και στις 24 Νοεμβρίου υπεγράφη η δεύτερη συμφωνία ειρήνης μεταξύ του FARCκαι της κυβέρνησης. Η συμφωνία έχει αναθεωρηθεί σε 50 σημεία, ωστόσο οι επικριτές της, κυρίως το CentroDemocratico, κόμμα του AlvaroUribe, πρώην προέδρου της χώρας, επιμένουν ότι τα σημαντικότερα σημεία, με τα οποία ήταν αντίθετοι, διατηρούνται, και σε γενική βάση η συμφωνία είναι πολύ επιεικής, καθώς παρέχει αμνηστία ή χάρη σε όσους έχουν καταδικαστεί ή αντιμετωπίζουν κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου ή και πολιτικά εγκλήματα. Επιπρόσθετα, επιτρέπει στους αντάρτες να κατέβουν ως υποψήφιοι για το κοινοβούλιο και για δημόσια αξιώματα. Η επιμονή τους, όμως, ότι η συμφωνία χρειάζεται ριζικότερες διορθώσεις, δείχνει ότι ίσως στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν να υπάρξει συμφωνία και μέσω της συνεχούς καταγγελίας της συμφωνίας προσπαθούν να καρπωθούν πολιτικά οφέλη και κοινωνική υποστήριξη στις προεδρικές εκλογές του 2018.
Η δεύτερη συμφωνία δεν τέθηκε σε δημοψήφισμα όπως η πρώτη. Η κυβέρνηση, προφανώς με δεδομένο ότι η νίκη σε ένα ακόμη δημοψήφισμα δεν ήταν εξασφαλισμένη, προτίμησε να τη υποβάλει στο Κογκρέσο, του οποίου την έγκριση έλαβε στη 1 Δεκεμβρίου 2016. Η επιλογή αυτή του προέδρου Santosείναι σύμφωνη με το Σύνταγμα της χώρας που παρέχει την ευχέρεια να μην τίθενται απαραίτητα τέτοιες συμφωνίες στην κρίση του λαού αλλά να εγκρίνονται από το Κογκρέσο. Επιπλέον, ένα δημοψήφισμα απαιτεί χρόνο για να πραγματοποιηθεί, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη ανακωχή.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας και την επικύρωσή της από το Κογκρέσο, διαπιστώθηκε διαφωνία ανάμεσα στις δυο πλευρές για την ημερομηνία κατά την οποία οι αντάρτες θα πρέπει να ξεκινήσουν την εξάμηνης διάρκειας διαδικασία αφοπλισμού τους και παράδοση των όπλων σε αποστολή του ΟΗΕ, την αποκαλούμενη “D-Day”. Αφού παραδώσουν τα όπλα, θα σχηματίσουν πολιτικό κόμμα. Η κυβέρνηση θεωρεί ως D-Dayτην ημέρα της επικύρωσης της συνθήκης. Αντιθέτως, για το FARC, D-Dayθα πρέπει να θεωρηθεί η μέρα κατά την οποία θα ψηφισθεί από το Κογκρέσο νόμος που θα παρέχει αμνηστία για εγκλήματα πολέμου. Εν τέλει επικράτησε η ημερομηνία που υποστήριζε η κυβέρνηση και ως D-Dayορίστηκε η 1 Δεκεμβρίου 2016. Όπως προέβλεπε η συμφωνία, 90 μέρες μετά την D-Day, δηλαδή στις 1 Μαρτίου 2017, οι αντάρτες ξεκίνησαν την παράδοση των όπλων τους, σε πρώτο στάδιο παραδίδοντας το 30% του οπλισμού τους. Στη συνέχεια η συμφωνία προβλέπει την παράδοση ενός ακόμη 30% των όπλων στη 1 Μαΐου 2017 και τα υπολειπόμενα όπλα την 1η Ιουνίου.
Τι σημαίνει η συμφωνία για την Κολομβία
Η μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες στην Κολομβία έχει εντυπωθεί και στην νοοτροπία των κατοίκων .Οι συνέπειες της σύγκρουσης αυτής είναι φανερές στην ατμόσφαιρα που επικρατεί αυτόν τον καιρό στην χώρα, με εντάσεις και φόβο να εμφανίζονται, σε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής.
Διαπιστώνεται παράλληλα έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των πολιτών, ιδιαίτερα ανάλογα με την εισοδηματική κλίμακα, η οποία προέκυψε εξαιτίας δύο κρίσιμων και αλληλένδετων παραγόντων: της μακροχρόνιας σύγκρουσης και της εδαφικής διαίρεσης της χώρας. Καθώς το FARCείχε υπό τον έλεγχό του σημαντικές περιοχές της χώρας, είχε υπό την επιρροή του κατά συνέπεια και τον πληθυσμό που κατοικούσε σε αυτές. Ο υπόλοιπος πληθυσμός κατοικούσε στις περιοχές τις οποίες ήλεγχε το κράτος. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι εξαιτίας της εμφύλιας σύγκρουσης περίπου 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν βίαια και έχασαν την γη τους, κάτι που εμφανέστατα συνέβαλε στην όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Είναι φανερό επομένως ότι οι διαφορετικές καταβολές και στόχοι που είχε η κάθε πλευρά, επί της ουσίας αντικατοπτρίζονται στον πληθυσμό.
Σε ό, τι αφορά τις πολιτικές επιπτώσεις της ειρήνευσης, θα υπάρχει από εδώ και στο εξής εκπροσώπηση του FARCστο κοινοβούλιο, πράγμα που θα επιτρέψει μια πιο σφαιρική αντιπροσώπευση του λαού της Κολομβίας. Η συμμετοχή του FARC, βέβαια, στα νομοθετικά σώματα και κατ’ επέκταση στην πολιτική, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι θα επιφέρει άμεσα και πολιτική ομαλότητα, δεδομένων των σημαντικών διαφορών νοοτροπίας και κουλτούρας που παραμένουν.
Σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η Κολομβία παραμένει μια διαιρεμένη κοινωνία, με έντονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, με την μεγαλύτερη ισχύ να βρίσκεται στους επιχειρηματίες του Συντηρητικού κόμματος, οι οποίοι κινούν τα νήματα της οικονομίας και της πολιτικής στην χώρα. Τις προηγούμενες δεκαετίες οι επενδύσεις γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά στον πετρελαϊκό τομέα. Τα τελευταία χρόνια όμως, ο τομέας αυτός βρίσκεται σε κρίση και καθώς η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας ήταν ανάλογη με την άνθηση του πετρελαϊκού τομέα, τώρα αντιμετωπίζει έντονη ύφεση. Αναμφίβολα, η 52χρονη εμφύλια σύγκρουση έχει εμποδίσει ή απαγορεύσει παραγωγικές προσπάθειες για την ανάπτυξη της οικονομίας και συμβάλλει στην διαιώνιση της ύφεσης.
Όλες οι πλευρές ευελπιστούν ότι η συμφωνία θα είναι το τελευταίο μέρος της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου. Οι προσπάθειες των τελευταίων ετών ευοδώθηκαν, με την υπογραφή της συμφωνίας να χαρακτηρίζεται ως μόνο η αρχή μιας περιόδου ειρήνης, η οποία όλοι ελπίζουν ότι θα διατηρηθεί. Οι διαφορές και οι ανισότητες είναι δύσκολο να αμβλυνθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, όμως η εφαρμογή της συμφωνίας και η καλή θέληση των δύο πλευρών σαφώς και θα συμβάλλει στην διατήρηση της ειρήνης αυτής.
Για περαιτέρω μελέτη
http://www.telegraph.co.uk/news/2016/10/03/what-next-for-colombia/