Του Αλέξανδρου Γκοτινάκου
Το σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, και ειδικότερα η 25η Τροποποίησή του, προβλέπει τη διαδικασία για τη απομάκρυνση του Προέδρου από την θέση του, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα (συνταγματικά) του καθήκοντα, εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας. Η Τροποποίηση αυτή περιγράφει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία απομάκρυνσης του Προέδρου, τη μεταβίβαση της εξουσίας και τις αρμοδιότητες του διαδόχου, δηλαδή του πρώην Αντιπροέδρου. Τέθηκε σε ισχύ στις 10 Φεβρουαρίου 1967, με στόχο την κάλυψη των ασαφειών που υπήρχαν μέχρι τότε στο σύνταγμα αναφορικά με αυτό το ζήτημα και οι οποίες άφηναν μεγάλη ελευθερία πρωτοβουλιών στους εμπλεκόμενους, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν είναι εύλογο σε μια δημοκρατία.
Σήμερα, η απρόβλεπτη φύση της προεδρίας Τραμπ έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον για την παραπάνω διαδικασία, με πολλά σενάρια να πλανώνται για την πιθανότητα χρήσης αυτής της Τροποποίησης για την αντικατάσταση του νυν Προέδρου από τον Μάικ Πένς.
Η 25η τροποποίηση καλύπτει τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, στα τέσσερα εδάφια που περιλαμβάνει. Η πρώτη αφορά την αντικατάσταση του προέδρου, σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή αδυναμίας του. Σε μια τέτοια περίπτωση, τη θέση του αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρος. Ενώ αυτό ήταν δεδομένο εξαρχής στο σύνταγμα, δεδομένη δεν υπήρξε μέχρι την προσθήκη της 25ης Τροποποίησης η ακριβής διαδικασία που θα εφαρμοζόταν. ΄Ιστορικά, υπήρξαν και άλλοι αντιπρόεδροι που ανέλαβαν τα προεδρικά καθήκοντα λόγω θανάτου του προέδρου, ωστόσο ο πρώτος πρόεδρος που προέκυψε με βάση τη διαδικασία όπως περιγράφεται στην 25η Τροποποίηση ήταν ο Τζέραλντ Φορντ.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά την αντικατάσταση του Αντιπροέδρου. Προβλέπει ότι σε περίπτωση που η θέση του αντιπροέδρου είναι κενή (π.χ. λόγω παραίτησης ή θανάτου του), ο πρόεδρος ορίζει ένα νέο αντιπρόεδρο που αναλαμβάνει τα καθήκοντά του μετά από την έγκριση του Κογκρέσου. Και σε αυτή την περίπτωση, ο Φορντ κατέχει την πρωτιά στην εφαρμογή της συνταγματικής αυτής πρόβλεψης.
Το τρίτο εδάφιο της Τροποποίησης προβλέπει την περίπτωση εθελούσιας, προσωρινής «αντικατάστασης» ενός προέδρου. Σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, ο Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει γραπτώς στον προεδρεύοντα της Γερουσίας και τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων δήλωση αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων του. Σε μια τέτοια περίπτωση, και έως ότου υποβάλει νέα δήλωση ότι μπορεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, ο Αντιπρόεδρος ασκεί τα καθήκοντα του Προέδρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής αυτής της νομοθεσίας αποτελεί η εθελούσια, μη μόνιμη παραχώρηση των προεδρικών ευθυνών από τον Ρόναλντ Ρέηγκαν στον Τζώρτζ Μπους τον πρεσβύτερο όταν υποβλήθηκε σε εγχείρηση, ενώ και ο Τζώρτζ Μπους ο νεότερος έκανε δύο φορές χρήση αυτής της δυνατότητας στη διάρκεια της θητείας του.
Το τελευταίο – και πιο επίμαχο – εδάφιο της Τροποποίησης προβλέπει την ακούσια, μόνιμη ή μη, απομάκρυνση του Προέδρου μετά από πρωτοβουλία του Αντιπροέδρου και στήριξη της πλειοψηφίας των υπουργών ή ενός ad hoc σώματος, θεσμοθετημένου για το σκοπό αυτό από το Κογκρέσο. Ακολουθεί μια αναλυτικότερη επισκόπηση του τέταρτου εδαφίου, που ωστόσο, είναι σκόπιμο να αναφερθεί πως δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής ποτέ.
Περιγραφή της διαδικασίας:
Το τέταρτο λοιπόν -και τελευταίο- εδάφιο της 25ης Τροποποίησης προνοεί για την περίπτωση που ο πρόεδρος δεν επιθυμεί να παραιτηθεί από το αξίωμα του, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτού του αξιώματος, τουλάχιστον κατά την άποψη των πλησιέστερων συνεργατών του.
Η διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, εκκινεί από τον Αντιπρόεδρο και την πλειοψηφία των υπουργών ή τον αντιπρόεδρο και κάποιο ειδικά σχεδιασμένο σώμα (αποτελούμενο π.χ. από μία ομάδα υπουργών, δικαστικών και γιατρών), οι οποίοι υποβάλλουν γραπτώς δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και τον προεδρεύοντα της Γερουσίας πως ο πρόεδρος είναι “ανίκανος” να φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις του.
Με τα σημερινά δεδομένα, πλειοψηφία συνιστούν οι 8 από τους 15 υπουργούς. Η συνταγματική πρόβλεψη για ειδικά σχεδιασμένο σώμα αφορά πιθανώς περιπτώσεις ισοψηφίας μεταξύ των υπουργών ή αντίστασης από τον πρόεδρο που θα μπορούσε να παρεμποδίζει την ολοκλήρωση της διαδικασίας από μεριάς των υπουργών. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τέτοιο ειδικό σώμα δεν έχει συσταθεί. Πέραν τούτου, η θεωρία αμφισβητεί κατά πόσον ένα τέτοιου είδους σώμα θα ήταν πλήρως αντικειμενικό και “απολιτικό” ενώ και η στελέχωση του από μη εκλεγμένα άτομα του στερεί την πολιτική λογοδοσία.
Μόλις υποβληθεί από τον Αντιπρόεδρο και την πλειοψηφία των υπουργών η δήλωση περί αδυναμίας άσκησης των προεδρικών υποχρεώσεων, τα καθήκοντα του Προέδρου αναλαμβάνει ο Αντιπρόεδρος. Όπως γίνεται κατανοητό, ο άνθρωπος-κλειδί και ο αναγκαίος παράγοντας στη διαδικασία είναι ο Αντιπρόεδρος, γεγονός που προκαλεί έκπληξη διότι η εντύπωση που υπάρχει είναι οτι η θέση του αντιπροέδρου φαίνεται κατά κύριο λόγο τυπική/εθιμοτυπική.
Επιστρέφοντας στη διαδικασία, ο Πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να καταθέσει γραπτή δήλωση στους ίδιους παραλήπτες (Προέδρο Βουλής και προεδρεύοντα Γερουσίας) περί μη ύπαρξης τέτοιας αδυναμίας, ανακτώντας με αυτό τον τρόπο τις εξουσίες του. Ωστόσο αν υποβληθεί εκ νέου δήλωση ανικανότητας από τον Αντιπρόεδρο και την πλειοψηφία των υπουργών ή του σχετικού σώματος εντός τεσσάρων ημερών τότε το ζήτημα αναλαμβάνει το Κογκρέσο, το οποίο απαιτείται να συγκληθεί μέσα σε 48 ώρες για να κρνει το ζήτημα αυτό. Αν 21 μέρες από τη λήψη της δεύτερης δήλωσης ανικανότητας ή στην έσχατη περίπτωση 21 μέρες αφότου το Κογκρέσο κληθεί να συνεδριάσει, αποδεχθεί με πλειοψηφία ⅔ (σε κάθε ένα από τα δύο σώματα) ότι ο Πρόεδρος δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Αντιπρόεδρος τον αντικαθιστά. Σε αντίθετη περίπτωση ο Πρόεδρος συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντα του.
Ως προς τα στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη της ανικανότητας, είναι προφανές ότι η απόφαση θα ληφθεί εν τέλει με πολιτικά κριτήρια. Αυτό σημαίνει, πως ενώ ιατρικές γνωματεύσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια, η απόφαση θα ληφθεί από αιρετά, πολιτικά σώματα και όχι από κάποιο ιατρικό κλιμάκιο.
Στη διαδικασία αυτή, όπως βλέπουμε δεν μετέχει ο δικαστικός κλάδος του κράτους. Καθώς δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ, δεν υπάρχει και σχετική νομολογία ή πρακτική. Το γεγονός βέβαια πως πρόκειται για κατ’εξοχήν πολιτική απόφαση επιβεβαιώνει, πέρα από τα παραπάνω, και η απουσία συνταγματικά καθορισμένων, συγκεκριμένων περιπτώσεων, καταστάσεων ή ασθενειών που να πιστοποιούν επαρκώς την ανικανότητα. Είναι ευνόητο πως ορισμένες συνθήκες είναι λιγότερο έκδηλες και πιο δύσκολες στη διάγνωση από άλλες, ειδικά όσες σχετίζονται με κάποια νοητική ή και πνευματική κατάσταση. Βέβαια, η ελαστικότητα αυτή εγγυάται πως θα καλυφθούν όλες οι πραγματικές περιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν.
Διαφορές από την διαδικασία αποπομπής και καθαίρεσης (impeachment)
Το άρθρο 2, 4η παράγραφος του Συντάγματος προβλέπει την καθαίρεση (impeachment) του Προέδρου, για προδοσία, χρηματισμό και άλλα κακουργήματα ή πλημμελήματα, από το Κογκρέσο κατόπιν πρότασης της Βουλής των Αντιπροσώπων και καταδίκης του από τη Γερουσία με πλειοψηφία ⅔ των μελών της. Από συνταγματική σκοπιά, ενώ η διαδικασία καθαίρεσης υπήρχε εξαρχής, η αντικατάσταση λόγω αδυναμίας εντάχθηκε με την 25η Τροποποίηση.
Παράλληλα, οι δύο διαδικασίες διαφέρουν τόσο ως προς εμπλεκόμενα πρόσωπα όσο και ως προς του λόγους, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η καθαίρεση βασίζεται σε κατηγορίες προδοσίας ή άλλων κακουργημάτων και πλημμελημάτων, σε αντιδιαστολή με την απομάκρυνση που στηρίζεται σε διαπίστωση της αδυναμίας του Προέδρου, ενώ επιπλέον στην περίπτωση της καθαίρεσης, ο Πρόεδρος διατηρεί τα καθήκοντά του μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία με ψηφοφορία στη Γερουσία.
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της 25ης Τροποποίησης σήμερα
Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2016, που έδωσαν μια νέα διάσταση στους όρους της πόλωσης και του κοινωνικού διχασμού, η αμερικανική κοινωνία δε φαίνεται μέχρι σήμερα να έχει “αναρρώσει”. Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και, ακόμα περισσότερο, η ρητορική του δεν βοηθούν, άλλωστε. Μετά την “κατακυρίευση” του Ρεπουμπλικανικού κόμματος από τον Ντόναλντ Τραμπ, η κύρια διαιρετική τομή κομμάτων και κοινωνίας έχει γίνει η πιθανότητα κατασκευής ενός τείχους που θα χωρίζει τις ΗΠΑ από το Μεξικό («To build or not to build?»).Γεγονότα, όπως ο διαχωρισμός ανήλικων προσφύγων από τις οικογένειές τους στα σύνορα και η πορεία ενός καραβανιού μεταναστών από τη Κεντρική Αμερική προς τις ΗΠΑ ωθούν και τις δύο πλευρές στα άκρα. Με μία έννοια, το τείχος που επινοήθηκε για να σφραγίσει τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, στην πραγματικότητα σφράγισε τον διχασμό της αμερικανικής κοινής γνώμης, μετατρέποντας τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 σε ένα δημοψήφισμα για τον Πρόεδρο και τις πολιτικές του.
Μέσα σε αυτή την τεταμένη κοινωνικά ατμόσφαιρα, είναι αναμενόμενο πως οι αντίπαλοι του Τραμπ εξετάζουν όλα τα δυνατά “εργαλεία” που παρέχει το σύνταγμα για την απομάκρυνση του προέδρου. Έτσι λοιπόν δεν είναι λίγες οι φωνές που έχουν αρχίσει να εκφράζουν “αμφιβολίες” σχετικά με την πνευματική διαύγεια ή ισορροπία του Ντόναλντ Τραμπ (ο ίδιος βέβαια εγγυάται πως είναι “stable genius”) και στρέφονται προς την 25η Τροποποίηση. Το υπόβαθρο για τις κατηγορίες πνευματικής αστάθειας προσφέρουν, μεταξύ άλλων, τα εκκεντρικά tweets που ο πρόεδρος αναρτά στον προσωπικό του λογαριασμό ανά διαστήματα, όχι σπάνια και μέσα στη νύχτα.
Παρά το κλίμα αντιπαράθεσης όμως και τα έντονα συναισθήματα, προκειμένου να απομακρυνθεί ο Ντόναλντ Τραμπ βασική προϋπόθεση συνιστά η συμφωνία για την ανάγκη απομάκρυνσής του τόσο της πλειοψηφίας της κυβέρνησης (και ιδίως του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς) όσο και των ⅔ των των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων. Ακόμα και μετά την επιτυχία των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές όπου κέρδισαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η πλειοψηφία τους δε φτάνει τα απαιτούμενα ⅔ (πόσο μάλλον στη Γερουσία όπου οι Ρεπουμπλικανοί ενίσχυσαν την πλειοψηφία τους). Άρα για να συμβεί αυτό θα έπρεπε το κόμμα των Ρεπουμπλικανών να εγκαταλείψει τον πρόεδρό του, κάτι που λογικά είναι δύσκολο να συμβεί όσο τα συμφέροντά τους συμπίπτουν ή συνάδουν.
Και στην περίπτωση όμως μιας δικομματικής προσέγγισης υπέρ της απομάκρυνσης, ένα βασικό στοιχείο αποτελεί η εξασφάλιση ευρείας λαϊκής υποστήριξης, που σημαίνει πως η κατηγορία θα έπρεπε να στηρίζεται σε κάποιου είδους τεκμήριο ή αφορμή, έστω και μόνο για το πρόσχημα αν όχι για την ουσία. Και αυτό διότι στην πολιτική δεν αρκεί μόνο η νομιμότητα αλλά απαιτείται και εξασφάλιση νομιμοποίησης, ιδιαίτερα σε θέματα τόσο αποφασιστικά για την ουσία μίας δημοκρατίας.
Συμπεραίνοντας, η 25η τροποποίηση θεσμοθετήθηκε για να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό, ζωτικής σημασίας ζήτημα και η διαδικασία όπως περιγράφεται στο σύνταγμα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να μετατραπεί σε μία πρακτική-προέκταση της κομματικής αρένας. Ας μη ξεχνάμε, τέλος, πως οι υπουργοί διορίζονται από τον ίδιο τον πρόεδρο και από τον ίδιο μπορούν να παυθούν, αν ο πρόεδρος αισθανθεί έλλειψη αφοσίωσης.