Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Ο Τζο Μπάιντεν κατέκτησε την πλειοψηφία στο σώμα των εκλεκτόρων και, κατά πάσα πιθανότητα και παρά τις ενστάσεις του Ντόναλντ Τραμπ, θα είναι ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ως νέος πρόεδρος θα χρειαστεί να επανεξετάσει την εξωτερική πολιτική της χώρας του σε πολλά θέματα (σχέσεις με την Κίνα, ευρω-ατλαντική συνεργασία), τα μεγάλα ωστόσο ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει αρχικά είναι τα εγχώρια. Η Αμερική θα πρέπει να λύσει πρώτα τα μεγάλα εσωτερικά της προβλήματα πριν προσπαθήσει να αναστοχασθεί ως προς τον παγκόσμιο ρόλο της. Τα κύρια εσωτερικά θέματα του νέου προέδρου θα είναι τα ακόλουθα:
- Η πανδημία: Ο Μπάιντεν αναλαμβάνει μια χώρα που τον Ιανουάριο θα έχει κατά πάσα πιθανότητα κοντά στα 300.000 θύματα του κορωνοιού και πρέπει να δείξει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει την πανδημία καλύτερα από τον προκάτοχό του. Δεν ξέρουμε τι θα πετύχει γιατί δεν διαθέτει πλήρεις εξουσίες – πολλά από τα μέτρα που χρειάζονται λαμβάνονται από τις πολιτείες – ενώ, όπως βλέπουμε και στην Ευρώπη, τα μέτρα δεν αποδίδουν πάντα και άμεσα. Η αλλαγή ηγέτη, ωστόσο, και ιδίως η αλλαγή του μοντέλου που αυτός αντιπροσωπεύει θα επιτρέψει μια καλύτερη κατανόηση της κρισιμότητας της ασθένειας από τους πολίτες. Ο Μπάιντεν έχει δηλώσει – και είχε κατηγορηθεί για αυτό από τον Τραμπ – ότι θα ακούει τους επιστήμονες: η αλλαγή κυβέρνησης θα επιτρέψει την απρόσκοπτη εφαρμογή των επιστημονικών προτάσεων, θέτοντας τέρμα στην παράλογη διασπορά ψευδών πληροφοριών που ακολουθούσε ο Τραμπ. Επιπλέον ο Μπάιντεν διαθέτει ενσυναίσθηση: μπορεί να μιλήσει με τους ανθρώπους που έχασαν κάποιον δικό τους ή τη δουλειά τους από την πανδημία, να δείξει ότι του καταλαβαίνει και να τους δώσει ελπίδα, κάτι που έπραξε και στην προεκλογική εκστρατεία. Η δημιουργία ενός θετικού κλίματος ανάμεσα στον πληθυσμό είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του θέματος.
- Η ανάκαμψη της οικονομίας: παρότι το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους (31%), οι ΗΠΑ έχουν πληγεί σοβαρά από τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Το δεύτερο πακέτο οικονομικών μέτρων βρίσκεται ακόμα σε φάση διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των νομοθετικών σωμάτων χωρίς να διαφαίνεται συμβιβασμός. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα όχι μόνο για την ανάκαμψη των οικονομικών δεικτών αλλά και για την ανακούφιση του πληθυσμού σε μια χώρα με αυξανόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Αυτό θα απαιτήσει μεγάλες δημοσιονομικές δαπάνες που θα πρέπει να εγκρίνει το Κογκρέσο και ίσως και αύξηση της φορολογίας, ιδίως των μεσαίων και μεγάλων στρωμάτων. Ωστόσο η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία δεν θα δεχθεί εύκολα μέτρα που έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές του κόμματος ούτε θα θέλουν να διευκολύνουν μια πολιτική επιτυχία του νέου προέδρου.
- Η αποκατάσταση του bipartisanship: η εκλογή Μπάιντεν δεν συνοδεύεται από σαρωτική νίκη των Δημοκρατικών. Το νέο Κογκρέσο είναι, όπως και η χώρα, διχασμένη. Οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν να έχουν (εξαιρετικά ισχνή) πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου έχασαν αρκετές έδρες. Απέτυχαν, ωστόσο, να κερδίσουν τον έλεγχο της Γερουσίας και θα περιμένουν δύο επαναληπτικές εκλογές στη Τζώρτζια (ιδιαίτερα δύσκολη για αυτούς πολιτεία) όπου πρέπει να κερδίσουν και τις δύο έδρες για να έχουν την ισοψηφία στη Γερουσία. Ένα πολωμένο και χολωμένο Κογκρέσο μπορεί να μπλοκάρει κάθε νομοθετική προσπάθεια του νέου προέδρου. Η μακρά θητεία του Μπάιντεν στη Γερουσία του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την σημασία της νομοθετικής διαδικασίας και να έχει πλήρη εικόνα του ρόλου των νομοθετικών σωμάτων (της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας). Κατά την περίοδο Ομπάμα, ο Μπάιντεν ήταν αυτός που αναλάμβανε και έφερνε σε πέρας τις λεπτές διαπραγματεύσεις με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο. Ο σεβασμός του στη διάκριση των εξουσιών μπορεί να τον βοηθήσει να διαμορφώσει μια διακομματική προσέγγιση (αυτό που οι Αμερικανοί καλούν bipartisanship) σε πολλά θέματα που θα κρίνουν το μέλλον της χώρας.
- Η διάσωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος: είναι περίεργο να θέτουμε ως μια από τις προτεραιότητες του νέου Δημοκρατικού προέδρου τον αναπροσανατολισμό του αντίπαλου κόμματος, αλλά η πόλωση στη χώρα είναι τέτοια που η ιδεολογική διάσωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση του δημοκρατικού συστήματος στη χώρα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατέκτησε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα το 2016 και το αναμόρφωσε ριζικά: το κόμμα που παλιότερα ήταν το κόμμα της ελεύθερης οικονομίας και της προτεσταντικής ηθικής στηρίζει πλέον τον προστατευτισμό, αναδεικνύει ακροδεξιούς ή απλώς τρελούς βουλευτές και μάχεται βασικές αξίες της αμερικανικής δημοκρατίας. Η ήττα Τραμπ δημιουργεί πρόβλημα στρατηγικής (και ίσως και ταυτότητας) στο κόμμα που χάνει τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του και πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει στην ακραία ρητορική της προηγούμενης περιόδου αναζητώντας έναν νέο Τραμπ (ίσως με το ίδιο όνομα) ή θα επανέλθει στην θεσμικά συντηρητική πολιτική των Ρέηγκαν και Μπους (δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Τζωρτζ όσο και ο Τζεμπ Μπους έστειλαν συγχαρητήρια στον Μπάιντεν μετά την ανακοίνωση της εκλογής του). Η πολιτική που θα ακολουθήσει ο Μπάιντεν – ποιους θα προκρίνει ως συνομιλητές του και πως θα διαμορφώσει την κυβέρνησή του – θα είναι το πρώτο μήνυμά του προς το άλλο κόμμα. Η παραμονή ή όχι του Μιτς Μακκονελ στην ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων της Γερουσίας θα είναι το πρώτο δείγμα για το αν το κόμμα επιλέξει την συνέχεια ή την αλλαγή.
- Η συμβίωση με το Ανώτατο Δικαστήριο: Η πιο στέρεη κληρονομιά του Ντόναλντ Τραμπ στη χώρα του είναι η αλλαγή των ισορροπιών στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατόρθωσε μέσα σε μια τετραετή θητεία να ορίσει 3 μέλη. Το Δικαστήριο στα επόμενα έτη θα συνεχίσει να κρίνει σημαντικά πολιτικά ζητήματα (την ελευθερία των αμβλώσεων, τη συνέχιση των θετικών διακρίσεων, την πολιτική μετανάστευσης ενώ σε λίγες μέρες καλείται να κρίνει εκ νέου το Obamacare). Πολλές προεδρικές πολιτικές θα περάσουν από τα Καυδιανά δίκρανα του Δικαστηρίου και ο Μπάιντεν θα πρέπει να αποφασίσει πως θα χειριστεί τις σχέσεις του μαζί του – κάτι που θα απαιτήσει και την συναίνεση των Ρεπουμπλικάνων της Γερουσίας.
Πάνω απ’ όλα, ο Μπάιντεν χρειάζεται να επαναφέρει την πολιτική γαλήνη στη χώρα που τα τελευταία πέντε χρόνια βίωσε μια οργουελική προεδρία: η Αμερική είναι μια βαθιά διαιρεμένη χώρα ανάμεσα σε λευκούς και μειονότητες, μεταξύ πόλεων και επαρχίας, ατόμων με υψηλότερη ή χαμηλότερη εκπαίδευση, θρησκευόμενων και άθρησκων. Ένας πρόεδρος διευκολύνει ή δυσχεραίνει την συνύπαρξη των διαφορών αυτών. Ο Τραμπ αντλούσε δύναμη από το διχασμό. Ο Μπάιντεν δηλώνει ότι θα προχωρήσει ενωτικά. Ο χρόνος και η πορεία του θα το δείξουν.