Του Χρήστου Γραμμένου
Οι βουλευτικές εκλογές της Ιταλίας, στις 4 Μαρτίου 2018, ίσως φάνταζαν για πολλούς η πιο ενδεδειγμένη και δημοκρατική διέξοδος μετά από μια σειρά κυβερνήσεων που ‘’θυσιάστηκαν’’ στο βωμό της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη γειτονική χώρα. Η παραίτηση του Ματτέο Ρέντσι από την πρωθυπουργία μετά την δημοψηφισματική αποδοκιμασία της πρότασης του για συνταγματική αναθεώρηση οδήγησε στην αξιόλογη και επιτυχημένη κυβέρνηση Τζεντιλόνι που υπήρξε ο τελευταίος κρίκος μιας σειράς κυβερνήσεων που προέκυψαν από τις βουλευτικές εκλογές του 2013 και την μεταγενέστερη εσωκομματική ανατροπή του Ενρίκο Λέττα από τον Ματτέο Ρέντσι.
Η προσφυγή στις κάλπες ωστόσο έφερε την Ιταλία μπροστά σε μια νέα σειρά κρίσεων. Βέβαια, η μεταπολεμική πολιτική ζωή της χώρας, δεν χαρακτηριζόταν ποτέ από κυβερνητική σταθερότητα, ωστόσο τούτη είναι η πρώτη ίσως φορά που στην οικονομική και πολιτική κρίση προστίθεται και κρίση θεσμική. Δυο μήνες μετά την 4η Μαρτίου, οι διερευνητικές εντολές του Προέδρου Ματαρέλλα φάνηκε πως είχαν βρεί πρόσφορο έδαφος στον ‘’κιτρινο-πράσινο’’ συνασπισμό του πρώτου πολιτικού κόμματος σε ψήφους, του Κινήματος 5 Αστέρων (M5S) με επικεφαλής τον Λουίτζι ντι Μάιο και του πλειοψηφούντος κόμματος εντός του δεξιού συνασπισμού, της Λέγκας (Lega) του Ματτέο Σαλβίνι. Οι δύο επικεφαλής, Ντι Μάιο και Σαλβίνι, προετοίμασαν το κυβερνητικό πρόγραμμα της ‘’κυβέρνησης της αλλαγής’’, όπως ονόμασαν την κυβερνητική συμμαχία τους, βρίσκοντας στο πρόσωπο του άγνωστου καθηγητή νομικής Κόντε το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση του Πρωθυπουργού.
Σύμφωνα με το άρθρο 92 του Ιταλικού Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορίζει τον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου (δηλαδή τον πρωθυπουργό) και στη συνέχεια, μετά από πρόταση του τελευταίου, τους υπουργούς της κυβέρνησης. Τούτη τη διάταξη χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος Ματαρέλλα ώστε να αρνηθεί την τοποθέτηση του πανεπιστημιακού Πάολο Σαβόνα στο νευραλγικής σημασίας υπουργείο Οικονομικών. Ο αμφιλεγόμενος 82χρονος καθηγητής οικονομικών είναι υπέρμαχος ενός ‘’σχεδίου Β’’ με σκοπό την έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη όπως εξηγεί στο βιβλίο του ‘’Σαν εφιάλτης, σαν όνειρο’’ . Οι θέσεις του σχετικά με την γερμανική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα προκάλεσαν ανησυχία και αβεβαιότητα στις αγορές αλλά και στην ιταλική κοινωνία, τουλάχιστον το φιλοευρωπαϊκό κομμάτι της. Για τον Σαβόνα «το ευρώ είναι ένας ζουρλομανδύας που κατασκευάστηκε στη Γερμανία» ενώ το Βερολίνο «δεν έχει αλλάξει την άποψή του για το ρόλο του στην Ευρώπη από την εποχή του Ναζισμού». Μπροστά στη δυσφορία του προέδρου Ματαρέλλα, ο Σαβόνα τοποθετήθηκε μέσω του διαδικτύου προβάλλοντας ένα φιλοευρωπαϊκό προφίλ, με προτάσεις για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, του Ευρωκοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμα και για την ανάπτυξη μιας κοινής συνείδησης με ένα ευρωπαϊκό σχολείο προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.
Η όψιμη μεταμόρφωση όμως ενός βαθύτατα ευρωσκεπτικιστή σε σχεδόν φεντεραλιστή, δεν καθησύχασε τον Πρόεδρο Ματαρέλλα – μάλλον ενίσχυσε την επιφυλακτικότητα προς το πρόσωπό του. Έτσι, ζήτησε από τον εντολοδόχο Κόντε την αντικατάσταση του Σαβόνα από το δεξί χέρι του Ματτέο Σαλβίνι, τον μετριοπαθή Τζορτζέττι. Κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό, αφού για τον ηγέτη της Λέγκας η τοποθέτηση Σαβόνα αποτελεί κόκκινη γραμμή, οδηγώντας στην επιστροφή της διερευνητικής εντολής από τον Κόντε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η ελληνική εμπειρία της περιόδου Βαρουφάκη και των γεγονότων του Ιουλίου 2015 λέγεται ότι ήταν καθοριστική αν και ο Πάολο Σαβόνα έχοντας διατελέσει Γενικός Διευθυντής του πανίσχυρου Συνδέσμου Ιταλών Βιομηχάνων, υπουργός Βιομηχανίας το 1994 και συντονιστής της ιταλικής διαπραγματευτικής ομάδας για τη Συνθήκη της Λισαβώνας το 2005 (επί κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι) δεν εκφράζει τα ίδια στοιχεία ‘’αντισυστημικότητας’’ με τον πρώην Έλληνα υπουργό οικονομικών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που Ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας αντιτίθεται, επικαλούμενος το άρθρο 92 του Συντάγματος, στην τοποθέτηση συγκεκριμένων προσώπων ως υπουργών της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ο πρώτος που αντιτάχθηκε σε ορισμό υπουργού ήταν ο πρόεδρος Πετρίνι το 1979. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις υπήρξαν η άρνηση του προέδρου Σκαλφάρο στην τοποθέτηση του προσωπικού δικηγόρου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο υπουργείο Δικαιοσύνης το 1994. Το ‘Κυρηνάλιο (όπως είναι γνωστό το προεδρικό μέγαρο) αρνήθηκε και το 2001 την τοποθέτηση στο ίδιο υπουργείο άλλου έμπιστου συνεργάτη του ‘Καβαλιέρε’, ενώ το 2014 ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο ‘’αποθάρρυνε’’ τον Ματτέο Ρέντσι από το να προτείνει τον ειδικό εισαγγελέα κατά της Καλαβρέζικης Μαφίας ως υπουργό Δικαιοσύνης.
Το πολιτικό παρασκήνιο
Προκύπτει εύλογα το ερώτημα, γιατί τούτη τη φορά, η ένσταση της Προεδρίας δημιούργησε θεσμική κρίση και δεν ξεπεράστηκε απλά με έναν συμβιβασμό-αντιπρόταση όπως συνέβη τις προηγούμενες φορές. Τούτο ίσως οφείλεται στο ότι τα κόμματα που απαρτίζουν τον ‘’κιτρινο-πράσινο’’ συνασπισμό κόμματα, όχι μόνο δεν διαθέτουν κυβερνητική – θεσμική εμπειρία αλλά καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να επιδείξουν μια άτυπη διελκυνστίδα ‘’αντισυστημικότητας’’. Ο Ματτέο Σαλβίνι, πολιτικά έμπειρος και βλέποντας ότι οι δημοσκοπικές επιδόσεις της Λέγκας την οδηγούν σε ευρεία πλειοψηφία σε περίπτωση νέων εκλογών, εγκλώβισε αριστοτεχνικά τον Ντι Μάιο, δημιουργώντας παράλληλα πατήματα για μια καθαρά αντιευρωπαϊκή προεκλογική εκστρατεία. Οι φράσεις ‘’Γαλλογερμανική αποικία’’, ‘’πραξικόπημα’’, ‘’κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας’’ κυριαρχούν στις δηλώσεις του Σαλβίνι, ο οποίος διακήρυξε στους οπαδούς του ότι εάν ο Πρόεδρος Ματαρέλλα δεν προκηρύξει εκλογές εντός προθεσμίας που έθεσε ‘’θα κατέβουμε στη Ρώμη’’ , παραπέμποντας σε μια άλλη μαύρη εποχή.
Ο Ναπολιτάνος Ντι Μάιο επιχειρεί, ακροβατώντας θεσμικά, έναν επικοινωνιακό (προς το παρόν) αντιπερισπασμό, υιοθετώντας την πρόταση της ακροδεξιάς για παραπομπή του Προέδρου Ματαρέλλα σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και παραβίασης του Συντάγματος. Τα ελαφρώς αποδυναμωμένα δημοσκοπικά ποσοστά του τον οδηγούν σε ένα αντιευρωπαϊκό και ‘’αντισυστημικό’’ κρεσέντο καλώντας σε διαδηλώσεις κατά του Προέδρου Ματαρέλλα. Η ευθεία επίθεση στον ίδιο το θεσμό της Προεδρίας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει πιθανότατα τον άξονα των επόμενων εκλογών, πιθανότατα το φθινόπωρο, υπό υπηρεσιακή κυβέρνηση. Το σύνθημα άλλωστε δόθηκε από τον χαμογελαστό Σαλβίνι : ‘’ Η πλατεία ενάντια στο Παλάτι (σ.σ το Προεδρικό Μέγαρο)’’.
Ο Πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλλα στο μήνυμά του αμέσως μετά την κατάθεση της εντολής στις 28 Μαίου τόνισε ότι λειτούργησε ως εγγυητής της κοινωνικής γαλήνης και συνοχής της Ιταλίας καθώς και των καταθέσεων των Ιταλών όπως του επιτρέπει το άρθρο 47 του Συντάγματος. Τονίζοντας την πρωταγωνιστική θέση της χώρας ως ιδρυτικού μέλους των Κοινοτήτων και της στρατηγικής επιλογής της ένταξης στο Ευρώ έκανε σαφές ότι η υπουργοποίηση Σαβόνα θα επιβάρυνε περαιτέρω την ιταλική οικονομία. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Ματαρέλλα όπως δήλωσε δεν αρνήθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης στο σύνολό της (πόσο μάλλον την ώρα που ο Σαλβίνι διατράνωνε ότι είναι έτοιμος να ξεκινήσει τις απελάσεις μεταναστών) αλλά την υπουργοποίηση του Πάολο Σαβόνα κι αυτό διότι ο εξωκοινοβουλευτικός Σαβόνα δεν συμμετείχε καν στην προεκλογική εκστρατεία, ενώ ούτε η Λέγκα από την οποία προέρχεται του έθεσε ξεκάθαρα θέμα εξόδου από το κοινό νόμισμα. Ο Ματαρέλλα τόνισε επίσης ότι ‘’είναι πρόθυμος να ανοίξει τη συζήτηση σε βάθος επάνω στη συμμετοχή της χώρας στο Ευρώ ακόμα κι αν αυτή δεν κυριάρχησε στην τελευταία προεκλογική εκστρατεία.’’
Η πορεία πιθανότατα προς τις κάλπες θα χαρακτηριστεί από την προσπάθεια μετατροπής των εκλογών σε ένα διπλό δημοψήφισμα κατά της Ε.Ε και του Προέδρου Ματαρέλλα από τους ‘’Κιτρινοπράσινους’’. Χαρακτηριστικό της πρωτόγνωρης για τα ιταλικά δεδομένα τοξικότητας του δημόσιου λόγου είναι οι χαρακτηρισμοί προς τον Ματαρέλλα ως ‘’προδότη’’ αλλά και η μακάβρια ‘’προτροπή’’ από χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να έχει το ίδιο τέλος με τον αδελφό του (ο οποίος δολοφονήθηκε από τη Μαφία κατά τη θητεία του ως Περιφερειάρχη της Σικελίας), κάτι που οδήγησε στην παρέμβαση της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος. Ακόμα κι αν η απόφαση Ματαρέλλα, λειτουργήσει συσπειρωτικά και νικηφόρα για τη Λέγκα στις επόμενες εκλογές, ο Σικελός Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων κι ως θεσμικός εγγυητής να μετατοπίσει το βάρος της συζήτησης στο πλέον φλέγον και πραγματικό ερώτημα αυτό της παραμονής ή όχι της Ιταλίας στο Ευρώ και του ρόλου και της θέσης της στην Ε.Ε. και να αναγκάσει όλα τα κόμματα να τοποθετηθούν ανοιχτά σε αυτό χωρίς αστερίσκους και κρυφές εναλλακτικές, ρισκάροντας ωστόσο να ξηλωθεί περαιτέρω το νήμα της Ενωμένης Ευρώπης.