Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Η ελληνική κοινωνία, βυθισμένη στην απέλπιδα εσωστρέφειά της, παρακολουθεί αδιάφορη τις διαπραγματεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit, την πιθανή αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Είναι λάθος ωστόσο στο βαθμό που πραγματικά θέλουμε να παραμείνουμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια και, ιδίως, να απολαμβάνουμε τα ευεργετήματα που προκύπτουν από τη συμμετοχή αυτή.
Ο κ. Κάμερον προκάλεσε το δημοψήφισμα του οποίου σήμερα είναι όμηρος για να ηρεμήσει την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του κόμματός του, των Συντηρητικών, και να ανακόψει την άνοδο του αντιευρωπαϊκού UKIP του κ. Farage. Το εγχείρημα πέτυχε: ο κ. Κάμερον κέρδισε – και μάλιστα με αυτοδυναμία – τις εκλογές του 2015 και είναι τώρα πολύ ισχυρότερος, εν πολλοίς και λόγω της αποδυνάμωσης των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η υπόσχεση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ωστόσο τον δέσμευε πλέον και οι ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του (που αποτελούν πλέον την συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών του) απαιτούν ολοένα και μεγαλύτερη απεξάρτηση της χώρας από την Ε.Ε. με επιχειρήματα που ανήκουν περισσότερο στη σφαίρα του φαντασιακού παρά του πραγματικού.
Έτσι, ο κ. Κάμερον, εκών άκων, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις εκβιάζοντας την Ένωση – κατά βάση την Γερμανία – με σειρά απαιτήσεων για «επιστροφή αρμοδιοτήτων στο Λονδίνο» που υπαγόρευαν τα στελέχη του κόμματός του και όχι η λογική ούτε καν η νομική και πολιτική ανάλυση των ίδιων των Βρετανών (η έκθεση της επιτροπής που η ίδια η βρετανική κυβέρνηση σύστησε για να εξετάσει την αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην Ένωση και τα κράτη κατέληξε στο ότι ο σημερινός καταμερισμός εκφράζει κατά βάση τις πραγματικές ανάγκες). Υπολόγισε, και σωστά όπως αποδεικνύεται, ότι η ήδη χειμαζόμενη Ένωση (μετά την κρίση χρέους και την προσφυγική κρίση) δεν θα μπορούσε να αντέξει και το ενδεχόμενο αποχώρησης της Βρετανίας και θα ενέδιδε.
Αν οι προτάσεις Τουσκ εγκριθούν στη σύνοδο κορυφής στις 18 Φεβρουαρίου – και οι πρώτες δηλώσεις των ηγετών των κρατών μελών αλλά και της Επιτροπής δείχνουν πως η καταρχήν συμφωνία υπάρχει – θα αποτελούν μια ακόμα μεγάλη νίκη της βρετανικής διπλωματίας και ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας θα έπρεπε να επισκεφθεί επειγόντως το Λονδίνο για να μάθει από τον Βρετανό ομόλογό του πώς επιτυγχάνει μια σκληρή διαπραγμάτευση. Το θέμα όμως δεν είναι η διαπραγματευτική ικανότητα του κ. Τσίπρα αλλά το μέλλον που προδιαγράφουν οι προτάσεις αυτές για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη λειτουργία της. Στην ουσία οι προτάσεις Τουσκ περιλαμβάνουν μια σειρά ανατροπών που θέτουν υπό αίρεση (ή τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση) τις αρχές που διέπουν την Ένωση αλλά και σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις της ενιαίας αγοράς και της λειτουργίας της ευρωζώνης.
Κάποιες αλλαγές είναι συμβολικές (όπως για παράδειγμα το ότι η Βρετανία δεν θα δεσμεύεται από το στόχο της «ολοένα και στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» που αναφέρει το προοίμιο της Συνθήκης της Λισσαβώνας). Άλλες είναι ουσιαστικότερες αλλά και κατά το πλείον ή ήττον ευρύτερα αποδεκτές (όπως η ανάγκη για επανεξέταση της νομοθεσίας για να διαπιστωθεί αν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή η μείωση της γραφειοκρατίας). Κάποιες άλλες όμως – όπως αυτές που κυρίως επιδιώκουν οι ευρωσκεπτικιστές – έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την Ευρώπη (και για την Ελλάδα). Μεταξύ αυτών είναι ιδίως:
-Το δικαίωμα ενός (απροσδιόριστου προς το παρόν) αριθμού εθνικών κοινοβουλίων να διακόψουν την εξέταση ενός σχεδίου νομοθετικού κειμένου αν θεωρήσουν ότι δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η αρχή της επικουρικότητας.
-Η αναγνώριση του ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και άρα δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά γιατί δεν συνιστά παρέκκλιση από την ενωσιακή νομοθεσία.
-Η επιβολή όρων και προϋποθέσεων (αναλογικών με τους θεμιτούς στόχους) στην ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων στην Ε.Ε. ιδίως η δημιουργία ενός μηχανισμού διαφυγής (safeguard mechanism) που θα επιτρέπει περιορισμούς στη χορήγηση επιδομάτων σε αλλοδαπούς πολίτες της ΕΕ όταν υπάρχει «εξαιρετική εισροή εργαζομένων από άλλο κράτος της ΕΕ». Η απόφαση αυτή στην πράξη αποδέχεται τον «τοτεμικό» φόβο των Βρετανών Συντηρητικών – και όχι μόνο – ότι η χώρα υφίσταται «εισβολή» από Ανατολικοευρωπαίους που εγκαθίστανται εκεί με μόνο στόχο την είσπραξη επιδομάτων (κυρίως οικογενειακών) από τις βρετανικές αρχές. Τα στοιχεία δεν το αποδεικνύουν – βλέπε μεταξύ άλλων και την έκθεση “the long term economic impact of reducing migration in the UK“. Το χειρότερο δε είναι πως η σχετική δήλωση της Επιτροπής αναγνωρίζει ότι η Βρετανία υφίσταται τα τελευταία χρόνια μια περίοδο υπερβολικής εισροής μεταναστών σήμερα, αγνοώντας ότι η χώρα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη (5,5%) και ότι η παρουσία των μεταναστών εκεί σήμερα είναι αριθμητικά μικρότερη από την περίοδο Μπλαιρ.
-Η υποχρέωση των χωρών της ευρωζώνης να «σέβονται τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των χωρών που δεν μετέχουν σε αυτή» και τη δυνατότητα στις τελευταίες να έχουν λόγο «με αμοιβαίο σεβασμό» στις αποφάσεις της ευρωζώνης που μπορεί να έχουν επιπτώσεις σε αυτές.
Πολλές από τις ρυθμίσεις είναι ακόμα σχετικά ασαφείς – εσκεμμένα γιατί ο κ. Τουσκ προσπάθησε να τετραγωνίσει τον κύκλο – και θεσμικά ασταθείς (πολλές από τις αποφάσεις αυτές απαιτούν κανονικά αλλαγή της Συνθήκης αλλά ο κ. Τουσκ αφήνει το θέμα αυτό κατά μέρος). Ήδη όμως από τώρα οι προτάσεις έχουν σαφή στόχο και προφανή αποτελέσματα.
Κατοχυρώνουν την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. Ωστόσο η δεύτερη ταχύτητα μπορεί πλέον να «φρενάρει» και την πρώτη, ανατρέποντας την λογική των μέχρι τώρα συνθηκών.
Εισάγει για πρώτη φορά τη δυνατότητα παράκαμψης των βασικών αρχών της κοινής αγοράς – ιδίως την απαγόρευση των διακρίσεων βάσει ιθαγένειας – και μάλιστα μέσω διακυβερνητικών αποφάσεων.
Επαναφέρει με άλλους τρόπους το δικαίωμα του βέτο που σταδιακά είχε απαλειφθεί μετά το 1987. Το βέτο αυτό μάλιστα εκτείνεται και σε μη θεσμικά όργανα της Ένωσης, όπως είναι τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
Το χειρότερο είναι ωστόσο ότι επιβραβεύει την στάση της Βρετανίας ως ενός free rider, ενός τζαμπατζή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα που μπορεί να μετέχει σε ό,τι θεωρεί χρήσιμο για την ίδια, να εμποδίζει ό, τι θεωρεί ότι την ενοχλεί και να απέχει από ό, τι θέλουν να προχωρήσουν οι λοιποί. Ποιος θα εμποδίσει άλλα κράτη να ζητήσουν ίδια μεταχείριση όπως η Βρετανία;
Τι μας ενδιαφέρουν τώρα αυτά θα μου πεις; Εμείς έχουμε τα δικά μας – μνημόνιο, πρόσφυγες. Η στάση αυτή είναι κοντόφθαλμη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έθεσε, μετά τον πόλεμο κάποιους κανόνες κοινής συνύπαρξης των ευρωπαϊκών χωρών – στο πλαίσιο μιας κοινότητας, όχι απλώς μιας συμμαχίας – για την αποφυγή νέων συγκρούσεων. Οι κανόνες αυτοί λειτούργησαν γιατί τα κράτη παραχώρησαν αρμοδιότητες σε υπερεθνικά όργανα, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς έναν ουδέτερο επιδιαιτητή – αυτά τα υπερεθνικά όργανα- δεν θα τηρούσαν τα ίδια τις δεσμεύσεις τους: η εμβάθυνση της ενοποίησης, ιδίως μετά την εγκαθίδρυση του ευρώ, δεν συνοδεύτηκε ωστόσο από την αντίστοιχη επιβεβαίωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων: κάθε νέο βήμα προς την εμβάθυνση περιλαμβάνει και αποδοχή από πλευράς κοινωνιών ότι η εθνική κυριαρχία γίνεται κοινή και αυτό έχει θετικές συνέπειες αλλά και δεσμεύσεις για τον καθένα.
Η παγκοσμιοποίηση, η χρονική απόσταση από τις μνήμες του πολέμου (των πολέμων), η στρεβλή δημιουργία υποχρεώσεων χωρίς εμφανή αντιστοίχηση σε κέρδη (όχι αναγκαστικά οικονομικά) οδηγούν σε απο-ενοποίηση πλέον. Το βλέπουμε στην ανάδειξη των εθνικών ή και εθνικιστικών προτιμήσεων στο θέμα των προσφύγων, του ευρώ. Η επαναφορά του εθνικισμού και του αντιευρωπαϊσμού αποδίδει βραχυπρόθεσμα γιατί παρέχει σε μεγάλο μέρος των πολιτών ένα σταθερό ιδεολογικό και διανοητικό αγκυροβόλιο. Μακροπρόθεσμα ωστόσο ενισχύει την αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών χωρών. Ποιος πιστεύει ότι η Βρετανία χωρίς την ευρωπαϊκή αγορά θα μπορούσε να κρατήσει την ιδιαίτερη θέση που έχει η χρηματαγορά του Λονδίνου; Ποιος πραγματικά πιστεύει ότι είναι δυνατή μια εθνική μεταναστευτική πολιτική στην Ουγγαρία ή τη Γερμανία;
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Leading European Newspaper Alliances (LENA) ο παλιός αντιπρόεδρος της Επιτροπής επί εποχής Ντελόρ και ιστορικό στέλεχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Ετιέν Νταβινιόν θύμισε ότι ενώ η Ευρώπη καταρρέει «κανείς ηγέτης δεν την υπερασπίζεται» και ζήτησε να υπάρξει μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία για τους στόχους της ευρωπαϊκής ενοποίησης και επίγνωση των επιπτώσεων -στη δράση των κρατών – εφόσον οι στόχοι αυτοί τεθούν σαφώς. Νωρίτερα, σε ανύποπτο χρόνο, ο Φρανσουά Μιτεράν, στην τελευταία του ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λίγο πριν το τέλος της δεύτερης θητείας του το 1995, είχε θυμίσει ότι «le nationalisme c’est la guerre” (ο εθνικισμός σημαίνει πόλεμο) και «ο πολεμος δεν είναι μόνο το παρελθόν μπορεί να είναι και το μέλλον μας».
Οι εθνικοί αντιευρωπαϊσμοί σήμερα συνυπάρχουν και συνεργάζονται – δείτε πόσο εύκολα μετέχουν σε στην ίδια ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το UKIP του κ. Farage και το πολωνικό Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) – γιατί έχουν κοινό αντίπαλο: την Ευρώπη. Είναι αμφίβολο ωστόσο αν, όταν αποδυναμωθεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο συμπεριφοράς, οι λαϊκισμοί του Farage κατά των μεταναστών που εκμεταλλεύονται τα βρετανικά επιδόματα και του PiS θα μπορέσουν να συνυπάρξουν. Δεν είναι της μόδας σήμερα να μιλάς για την Ευρώπη, ιδίως στην Ελλάδα, που ως γνωστό είναι υπεύθυνη για όλα τα δεινά μας: ας σκεφτούμε ωστόσο κατά πόσον μια Ευρωπαϊκή Ένωση πολλών ταχυτήτων όπου ο βραδύτερος (ή αυτός που απλώς δεν θέλει να προχωρήσει) θα μπορεί να εμποδίσει την πορεία των άλλων είναι προς όφελος της πολιτικά αδύναμης, οικονομικά εξαρτημένης και κοινωνικά απαθούς Ελλάδας.
Δημοσίευση: Huffington Post, 06/02/2016