Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Το Ανώτατο Δικαστήριο για πολλά χρόνια παρέμενε ένας απόμακρος θεσμός του αμερικανικού πολιτικού συστήματος παρότι συχνά με αποφασιστικές ερμηνευτικές ή δικαιοδοτικές παρεμβάσεις του, επηρέαζε σημαντικό τις εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Τούτο άλλαξε σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες: η αυξανόμενη πολιτική πόλωση και η αδυναμία της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα της χώρας, οδήγησε στην σταδιακή πολιτικοποίηση του Ανώτατου Δικαστηρίου που καλείτο να δώσει (ή να επιλέξει) λύσεις για μεγάλα ζητήματα, όπως θέματα ατομικών δικαιωμάτων(το δικαίωμα στην άμβλωση, τον γάμο ομόφυλων, την ευθανασία), κοινωνικές πολιτικές (το περιεχόμενο της διδασκαλίας στα σχολεία, οι θετικές διακρίσεις υπέρ συγκεκριμένων ομάδων) και θεσμικά/πολιτικά θέματα (χρηματοδότηση υποψηφίων, εξουσίες πολιτειών κλπ).
Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση του ρόλου του Δικαστηρίου οδήγησε και στην πολιτικοποίηση των (εννέα) μελών του. Σύμφωνα με το σύνταγμα, τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου διορίζονται για ισόβια θητεία από τον πρόεδρο αλλά ο διορισμός τους εγκρίνεται από την Γερουσία: τούτο στο παρελθόν ήταν μια διεκπεραιωτική διαδικασία. Από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, η επιλογή των δικαστών μετατρέπεται σε άκρως πολιτική υπόθεση και κρίνεται υπό το φως των πολιτικών πεποιθήσεων μάλλον και λιγότερο για τις νομικές γνώσεις και ικανότητές τους: ο κύριος στόχος είναι η (εικαζόμενη) θέση των υποψηφίων δικαστών στα μεγάλα ζητήματα που διχάζουν την αμερικανική κοινωνία και, ιδίως, οι προβλεπόμενες τοποθετήσεις τους σε υποθέσεις που θα φθάσουν στο Δικαστήριο στο μέλλον. Έτσι οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου τοποθετούνται σε μια κλίμακα συντηρητικών-φιλελεύθερων και η επιλογή τους από τον πρόεδρο, όπως και η έγκρισή τους από τη Γερουσία, υπακούουν στη λογική αυτή. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, τόσο η επιλογή των δικαστών από τον πρόεδρο όσο και η επικύρωσή τους από την Γερουσία υπαγορεύεται και πραγματοποιείται σχεδόν απόλυτα στη βάση των κομματικών γραμμών: σταδιακά το «φιλελεύθερο» δικαστήριο της περιόδου 1950-1970 (προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, νομιμοποίηση της παρέμβασης των ομοσπονδιακών αρχών σε πολιτειακά θέματα) μετά την προεδρία Ρέηγκαν μετατράπηκε σε περισσότερο «συντηρητικό» (διατήρηση του νομικού status quo και ενίσχυση της ‘κυριολεκτικής’ ανάγνωσης του Συντάγματος. Τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία 4 συντηρητικών, 4 φιλελεύθερων και ενός ισορροπιστή δικαστή που συχνά αποτελούσε την βαρύνουσα ψήφο σε πολλά ζητήματα.
Ο (προσδοκώμενος) ιδεολογικός έλεγχος του Δικαστηρίου μετατράπηκε έτσι σε μείζον πολιτικό διακύβευμα για την πολιτική ηγεσία της χώρας, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους. Τούτο διαφάνηκε ξεκάθαρα με τις δύο τελευταίες τοποθετήσεις μελών του Δικαστηρίου. Ο θάνατος του Antonin Scalia τον Φεβρουάριο του 2016 οδήγησε, για πρώτη φορά, σε άρνηση της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία να οργανώσει την ακρόαση του Μέρικ Γκάρλαντ που όρισε ο τότε πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, με το επιχείρημα ότι ήταν έτος εκλογών και ο διορισμός του νέου δικαστή έπρεπε να γίνει από τον νέο πρόεδρο της χώρας. Ο πρόεδρος Τραμπ όρισε, λίγες μέρες μόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον Neil Gorsuch ως μέλος του Δικαστηρίου που εγκρίθηκε από τη Γερουσία στη βάση σχεδόν απόλυτα κομματικών γραμμών (μόνο 3 Δημοκρατικοί γερουσιαστές ψήφισαν υπέρ του). Ακόμα εντονότερο κομματικό χαρακτήρα είχε η έγκριση του δεύτερου δικαστή που όρισε ο Τραμπ, του Brett Cavanaugh, το 2018 που έγινε με 50-48 ψήφων στη Γερουσία και με ένα μόνο Δημοκρατικό γερουσιαστή να υπερψηφίζει τον υποψήφιο.
Οι δύο νέες τοποθετήσεις του προέδρου Τραμπ έγειραν την πλάστιγγα στο Δικαστήριο υπέρ των συντηρητικών θέσεων, τουλάχιστον κατ’αρχήν. Οι ισορροπίες ωστόσο δεν άλλαξαν ριζικά γιατί ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, John Roberts, συντηρητικός επί της αρχής, προτίμησε να μετατραπεί στον swing judge (τον δικαστή που γέρνει την πλειοψηφία στις αποφάσεις που βγαίνουν 5-4). Βέβαια, η «πολιτικοποίηση» των δικαστών δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα: οι περισσότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν λαμβάνονται με βάση την εικαζόμενη πολιτική τοποθέτηση των εννέα μελών του: συχνά υπάρχουν αποφάσεις ομόφωνες, ή με μεγάλη πλειοψηφία, ή με πλειοψηφία «μη πολιτική».
Παρόλα αυτά, ο Ρόμπερτς, φοβούμενος την διάβρωση της νομιμοποίησης του Δικαστηρίου από την υπερβολική πολιτικοποίηση του λειτούργησε μετά το 2018 ως φρένο σε ριζικές αλλαγές της νομολογίας του Δικαστηρίου.
Ο θάνατος της Ruth Bader Ginsburg ανατρέπει την κατάσταση. Η Ginsburg (γνωστή από τα αρχικά της RBG) δεν υπήρξε μόνο εξαιρετική καθηγήτρια, νομικός και λαμπρή δικαστής: αποτελούσε μια εμβληματική προσωπικότητα της φιλελεύθερης Αμερικής, σθεναρή υποστηρικτής των ατομικών ελευθεριών και υπέρμαχος της ισότητας δικαιωμάτων για τις γυναίκες. Ταυτόχρονα είχε μετατραπεί στο τελευταίο οχυρό των φιλελεύθερων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τα μέσα παρακολουθούσαν την κατάσταση της υγείας της σχεδόν όπως αυτή του προέδρου της χώρας και η έξοδός της από τα νοσοκομεία στα οποία νοσηλευόταν τακτικά για τον καρκίνο που αντιμετώπιζε χαιρετιζόταν ως νίκη. Είναι συχνό να αναφέρουμε ότι ένας θάνατος αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό, στην περίπτωση ωστόσο της Ginsburg τούτο είναι απόλυτα ακριβές. Ο διάδοχός της θα χαράξει την αμερικανική πολιτική για δεκαετίες, όταν η κληρονομιά του Ομπάμα ή και του ίδιου του Τραμπ θα έχει ξεθωριάσει.
Η σημασία αυτού του θανάτου γίνεται αντιληπτή από την άμεση αντίδραση του επικεφαλής της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία που δήλωσε ότι η Γερουσία μπορεί να προχωρήσει στην έγκριση του νέου δικαστή πριν τις προεδρικές εκλογές και πριν την ανανέωση της Γερουσίας: για τους Ρεπουμπλικάνους, η πλειοψηφία στα νομοθετικά σώματα αλλά ακόμα και στο Λευκό Οίκο έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τον προσδοκώμενο έλεγχο (ενδεχομένως για δεκαετίες) του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η αντίδραση των Δημοκρατικών που απαιτούν να καθυστερήσει για μετά τις εκλογές κάθε σχετική διαδικασία αποδεικνύει ότι την ίδια άποψη έχουν και οι Δημοκρατικοί. Για τον Τραμπ, ο ορισμός ενός δικαστή ενεργοποιεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά της εκλογικής του βάσης, για την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ένα φερέφωνο της φιλελεύθερης Αριστεράς, και σιγάζει τον ‘αντι-τραμπισμό’ στο κόμμα του.
Από τη Δευτέρα μέχρι τoν Ιανουάριο του 2021 όταν αναλάβει το νέο Κογκρέσο, η μάχη για τη διαδοχή της Ruth Bader Ginsburg θα αποτελέσει ένα νέο πεδίο στο οποίο θα διαφανεί διχασμός των Αμερικανών. Ο νικητής θα καθορίσει, περισσότερο και από τον πρόεδρο της χώρας, την πορεία της χώρας.