Του Χρήστου Γραμμένου
Από τις απαρχές της Ευρωπαϊκής ενοποίησης οι απόπειρες διαμόρφωσης κοινής εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό το χάσμα ανάμεσα στις διαφορετικές αντιλήψεις για την πολιτική ενοποίηση της Γηραιάς Ηπείρου, με ιστορικό παράδειγμα το ναυάγιο της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας στην δεκαετία του 50. Έκτοτε, οι διάφορες πολύ προσεκτικές προσπάθειες για την διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πλαισίου ήταν πάντα αποτέλεσμα εξισορρόπησης ανάμεσα σε (κάποια) ομοσπονδιακά και (ιδίως) διακυβερνητικά χαρακτηριστικά και κρατούσαν την Ένωση πίσω από τις εξελίξεις και τα διεθνή τεκταινόμενα.
Υπό την προεδρία της Ύπατης Εκπροσώπου Φεντερίκα Μογκερίνι, οι υπουργοί της Ένωσης αποφάσισαν την περαιτέρω εμβάθυνση των πολιτικών κοινής άμυνας της Ένωσης εντός του πλαισίου της «Παγκόσμιας Στρατηγικής» της Ένωσης, του προωθούμενου από την Επιτροπή «Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για την Άμυνα» αλλά και των κατευθύνσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το τελευταίο θα ασχολείται πλέον συχνότερα με τις συγκεκριμένες πολιτικές. Ο αμυντικός επαναπροσδιορισμός της Ένωσης θέτει τους ακόλουθους στόχους:
- την ικανότητα της Ε.Ε να απαντά σε εξωτερικές συγκρούσεις και κρίσεις,
- την οικοδόμηση ικανοτήτων για τους εταίρους της
- τη προστασία της ίδιας της Ένωσης και των πολιτών της
Αυτή η συνεργασία θα υλοποιηθεί από τους φορείς της αναβαθμισμένης, έστω και σε μικρό βαθμό, Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Άμυνας και της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας. Κάτι τέτοιο οδηγεί χωρίς αμφιβολία σε μια ενοποίηση-ολοκλήρωση δύο ταχυτήτων: τούτο ωστόσο μπορεί και να είναι αναπόφευκτο αν αναλογιστεί κανείς τις διαχρονικές αντιδράσεις ορισμένων κρατών μελών αναφορικά με τη βαθύτερη αμυντική συνεργασία. Πέραν αυτών, το κοινό Συμβούλιο Υπουργών ζήτησε από την Ύπατη Εκπρόσωπο νέες προτάσεις σχετικά με το όλο εγχείρημα έως την άνοιξη του 2017.
Από σύμμαχοι ανταγωνιστές;
Θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος ότι αποφάσεις όπως οι παραπάνω, σε συνδυασμό με την πρόθεση του Συμβουλίου να συμπεριλαμβάνουν συχνότερα στην ημερήσια διάταξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θέματα ασφάλειας και άμυνας αλλά και την αναθεώρηση τόσο του πολιτικού όσο και του αμυντικού «πρωταρχικού στόχου» της Ένωσης, θα προκαλούσαν ισχυρούς τριγμούς τόσο στο εσωτερικό της Ε.Ε όσο και στις ευρω-ατλαντικές σχέσεις. Τη δεδομένη χρονική στιγμή όμως, μια σειρά παραγόντων και συγκυριών μετέτρεψαν τη στάση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας από επιφυλακτική σε ενθαρρυντική, γεγονός που υπογραμμίστηκε και από τον παρόντα στη συνεδρίαση της 14-15 Νοεμβρίου Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ. Ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού στη Βαρσοβία τον Ιούλιο του 2016, το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας ως επικουρική δύναμη, αν όχι μελλοντικά ισότιμη, έχοντας απομακρυνθεί από κάθε λογική ανταγωνισμού. Τούτο οφείλεται στο ότι η αυτόνομη επιχειρησιακή δράση της Ένωσης αναδεικνύεται σταδιακά σε εφικτή όσο και αναγκαία λύση.
Εξετάζοντας τις ευρύτερες συγκυρίες, η μελλοντική αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. και η εκλογή Τράμπ στο αξίωμα του Προέδρου των Η.Π.Α. φαίνεται να φέρνουν σε αμηχανία, αν όχι κενό πολιτικής, δύο εκ των κύριων υποστηρικτών του ευρω-ατλαντικού αμυντικού δόγματος. Ακόμα και ο απερχόμενος Πρόεδρος Ομπάμα είχε τονίσει ότι οι Η.Π.Α μετακινούν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον από την Ευρώπη σε άλλες περιοχές καθότι δεν θεωρούν πλέον ως πρώτη προτεραιότητα την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου. Επιπρόσθετα, ο ρωσικός αναθεωρητισμός καθιστά πιο περίπλοκη την αμυντική εξίσωση της Ευρώπης, με παραμέτρους όπως η τρομοκρατία να προστίθενται στους διάφορους αγνώστους παράγοντες.
Η ευρωπαϊκή άμυνα-ασφάλεια ως σανίδα σωτηρίας
Χωρίς αμφιβολία, η εποχή που διανύουμε δεν αποτελεί και την πλέον ευνοϊκή για το ευρωπαϊκό όραμα. Αν προσθέσουμε και τους αποθαρρυντικούς οιωνούς για τις πολιτικές εξελίξεις εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εύκολα μπορεί να συνάγει κάποιος ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τίθεται υπό επικίνδυνη αμφισβήτηση. Ο τομέας της άμυνας και της ασφάλειας δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ο πλέον ιδανικός για στενότερη συνεργασία. Η οικονομική κυριαρχία και η επιβολή συγκεκριμένων οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, ιδίως από τη Γερμανία, σε συνδυασμό με τις χαμηλές επιδόσεις στις οικονομίες άλλων μεγάλων ιδρυτικών χωρών της Ε.Ε. καθιστούν εν δυνάμει την άμυνα πεδίο εξισορρόπησης των ενδο-ενωσιακών διαφορών. Έτσι, μπορεί η Γερμανία να διαθέτει ισχυρή οικονομία αλλά υστερεί σημαντικά σε στρατιωτικούς πόρους. Από την άλλη, χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία είναι αρκετά πιο ανεπτυγμένες στρατιωτικά από άποψη δαπανών, εξοπλισμών, έμψυχου-υλικού δυναμικού και εμπειρίας σε σχέση με τον μικρό Γερμανικό Ομοσπονδιακό Στρατό. Η πάλαι ποτέ κινητήριος δύναμη του ευρωπαϊκού οράματος Γαλλία αναζητά στον τομέα της άμυνας έναν νέο, πρωταγωνιστικό αυτην τη φορά, ρόλο. Συμπτωματικά ή όχι, οι προαναφερθείσες χώρες, που ανήκουν και στον ευρωπαϊκό Νότο, βρίσκονται εγκλωβισμένες σε οικονομική καχεξία ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων πολιτικών λιτότητας. Ο συντονισμός των, πολλές φορές δυσβάσταχτων, αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών και η οικοδόμηση ενιαίων ευρωπαϊκών αμυντικών δομών θα ανακουφίσουν σημαντικά ασθενικές οικονομίες της Ένωσης, δινοντάς τους την ικανότητα να μεταφέρουν πόρους σε αναπτυξιακές πολιτικές.
Προθυμία και αναγκαιότητα
Μια τέτοια εξέλιξη συνδέεται άμεσα και με τα συμφέροντα της Ελλάδας. Στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελληνική πρωτεύουσα ο Μπαράκ Ομπάμα εξήρε την χώρα και την τήρηση της συμμαχικής δέσμευσης για αμυντικές δαπάνες της τάξης του 2% του Α.Ε.Π. Η Ελλάδα δαπάνησε 2,4% του Α.Ε.Π της το 2015 σε αμυντικές δαπάνες και μαζί με την Εσθονία, την Πολωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α συγκροτεί την ομάδα συμμαχικών χωρών που μόνες τηρούν τη δέσμευση του 2% με την Τουρκία να περιορίζεται στο 1,6%. Η πρόθεση του νέου αμερικανού προέδρου να μειώσει αισθητά την αμερικανική χρηματοδότηση προς το ΝΑΤΟ και η διαφαινόμενη αναθεώρηση της ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο λόγω των εκτεταμένων νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων της Τουρκίας θέτει την Αθήνα ενώπιον σημαντικών αποφάσεων. Δεδομένης της αδυναμίας της να αυξήσει, ακόμα και να διατηρήσει, τις αμυντικές της δαπάνες στο τωρινό υψηλό επίπεδο, η Αθήνα θα όφειλε να πρωτοστατήσει στη διαμορφούμενη αμυντική πολιτική της Ε.Ε. όχι μόνο για ευρωπαϊκούς αλλά και για εθνικούς λόγους. Μέσα από τον συντονισμό των αμυντικών δαπανών, την επένδυση σε νεα σύγχρονα ευρωπαϊκά μέσα άμυνας και ασφάλειας στην αναπτυξη και κατασκευή των οποίων θα συμμετάσχει και η ίδια, δύναται να αποκομίσει πολλαπλά οφέλη και αμυντικές εγγυήσεις. Ως χώρα σύνορο της Ένωσης και γεωπολιτικά κρίσιμη στο νέο τοπίο της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποκομίσει πολλά περισσότερα από όσα θα προσέφερε για τη συμμετοχή της στην Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία για την άμυνα και την ασφάλεια.
Η νέα μορφή βαθύτερης αμυντικής συνεργασίας θα μπορούσε να δοκιμαστεί ακόμα και εντός ευρωπαϊκού εδάφους. Εν όψει των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να παρέμβει καθοριστικά με σκοπό να γεφυρώσει το χάσμα των δύο πλευρών στα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Θα είναι άλλωστε τουλάχιστον προσβλητικό για την Ένωση, μια τρίτη χώρα να αναλάβει την προστασία μιας πληθυσμιακής ομάδας που κατοικεί σε κράτος-μέλος της, στην μετά την λύση εποχή. Μια ευρωπαϊκή αποστολή θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις εγγυήσεις ασφαλείας και να συμβάλει στην ομαλή μετάβαση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη νέα εποχή.
Είναι αυτονόητο βέβαια ότι οι αποφάσεις της 14-15 Νοεμβρίου δεν ιδρύουν έναν ευρωστρατό. Κάτι τέτοιο τη δεδομένη στιγμή είναι αδύνατο. Η Ένωση στοχεύει στην στενότερη συνεργασία, τον καλύτερο συντονισμό και την συνέργεια των αμυντικών πολιτικών και δαπανών των κρατών μελών της ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε ένα διεθνές τοπίο αβεβαιότητας, πολυκρίσεων και γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Παράλληλα, επιχειρώντας να επεκταθεί επιτέλους σε τομείς σκληρής ισχύος προσπαθεί να εκτονώσει την υπαρξιακή της αβεβαιότητα μέσω ισχυρής διεθνούς παρουσίας, αναδιανομής ρόλων και πόρων και επιχειρησιακής αυτονόμησης.