Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εισηγηθεί στο Συμβούλιο Υπουργών την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης κατά της Πολωνίας για παραβίαση του κράτους δικαίου, αποτελεί την πρώτη χρήση της διάταξης αυτής. Το παρόν σημείωμα εξηγεί συνοπτικά το περιεχόμενο και την ιστορία του άρθρου καθώς και τις περιπτώσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σε επόμενο σημείωμα θα εξετασθούν οι εξελίξεις στην Πολωνία και οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή στην απόφαση αυτή.
Ιστορικό
Το άρθρο 7 που προβλέπει κυρώσεις – που φθάνουν έως την αναστολή ιδιότητας ενός κράτους μέλους – για παραβίαση των δημοκρατικών αξιών της Ένωσης εισήχθη στην έννομη τάξη της ΕΕ με την Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Η ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης του 1957 αλλά και η Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 δεν περιελάμβαναν κάποια ρύθμιση για κυρώσεις σε κράτη μέλη για παραβιάσεις των δημοκρατικών αρχών: τα κράτη μέλη βασίζονταν στην σιωπηρή σμοιβαία αποδοχή ότι αποτελούσαν σταθερές δημοκρατίες με ισχυρούς θεσμούς και κράτος δικαίου που δεν χρειάζονταν ρήτρες δημοκρατίας.
Ωστόσο η συζήτηση για μια «δημοκρατική ρήτρα» στην δομή της Ένωσης προϋπήρχε της υιοθέτησης του άρθρου 7. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. και οι σταδιακές διευρύνσεις της ιδίως προς τις χώρες τις μεσογειακής Ευρώπης είχαν θέσει το ζήτημα της θέσπισης κάποιας μορφής κυρώσεων σε κράτη μέλη. Η πρώτη σχετική μνεία σε τέτοιες κυρώσεις έγινε στο Σχέδιο Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σχέδιο Σπινέλλι) που συνέταξε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1984 (και που δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ). Το Σχέδιο Συνθήκης στο άρθρο 44 προέβλεπε ότι, σε περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των δημοκρατικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να του επιβάλει κυρώσεις που θα μπορούσαν να φθάσουν έως και στην αναστολή της συμμετοχής του στην Ένωση.
Κατά τη δεκαετία του 1990, η προοπτική των μεγάλης διεύρυνσης της Ένωσης προς Ανατολάς επανέφερε το θέμα των δημοκρατικών εγγυήσεων από τα υπό ένταξη κράτη. Για το σκοπό αυτό διαμορφώθηκαν σταδιακά τα λεγόμενα ‘Κριτήρια της Κοπεγχάγης’ που έθεταν την τήρηση των βασικών αξιών της Ένωσης ως προϋπόθεση για την ένταξή τους. Ωστόσο, τα κριτήρια ίσχυαν έως την ένταξη ενός υποψήφιου μέλους και δεν έλυναν το πρόβλημα δημοκρατικής εκτροπής σε χώρες που είχαν ήδη αποκτήσει καθεστώς μέλους. Η σχετική συζήτηση οδήγησε στην υιοθέτηση, με την Συνθήκη του Άμστερνταμ, ενός άρθρου για την παραβίαση των δημοκρατικών αξιών από ένα κράτος μέλος.
Το άρθρο 7, στην Συνθήκη του Άμστερνταμ, προέβλεπε, αρχικά, την διαπίστωση από τα λοιπά κράτη μέλη ότι ένα κράτος παραβίαζε με σοβαρό και διαρκή τρόπο τις δημοκρατικές αρχές (τις αρχές του σημερινού άρθρου 2 της Συνθήκης που προβλέπει ότι «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών»), και επέβαλε κυρώσεις που έφθαναν έως και την αναστολή της ιδιότητας του μέλους της ΕΕ.
Αν και ο πρόδηλος στόχος του ήταν να αντιμετωπίσει τυχόν δημοκρατική εκτροπή από τις νεοεισερχόμενες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η πρώτη φορά που έγινε λόγος για πιθανή χρήση του ήταν στην περίπτωση της Αυστρίας: το 2000, στην αυστριακή κυβέρνηση συνασπισμού μετέσχε, για πρώτη φορά, το ακροδεξιό Ελεύθερο Κόμμα της Αυστρίας (FPÖ). Η ΕΕ δυσανασχέτησε και έθεσε προς συζήτηση τη χρήση του άρθρου 7 έναντι της Αυστρίας. Ωστόσο, το άρθρο στην τότε μορφή του δεν περιελάμβανε την περίπτωση του σοβαρού κινδύνου παραβίασης των δημοκρατικών αρχών από ένα κράτος αλλά μόνο την διαπίστωση μιας παρούσας παραβίασης. Όμως στην Αυστρία δεν παραβιάζονταν οι δημοκρατικές αρχές από το γεγονός και μόνο της συμμετοχής ενός κόμματος στην κυβέρνηση, και άρα δεν υπήρχε νομική βάση για επίκληση του άρθρου 7. Τα περισσότερα κράτη της ΕΕ περιορίσθηκαν έτσι σε διμερείς – και εκτός των Συνθηκών – θεσμικού χαρακτήρα κυρώσεις (υποβάθμιση των επίσημων επισκέψεων, μη συμμετοχή με υπουργούς αλλά με πρέσβεις στα Συμβούλιο Υπουργών όπου ο Αυστριακός υπουργός προερχόταν από το FPÖ κλπ).
Η αυστριακή υπόθεση ανέδειξε, στην ΕΕ, την ανάγκη να διευρυνθεί το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου. Έτσι, με τη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001, το κείμενο διευρύνθηκε ώστε να ώστε να καλύπτει και τον κίνδυνο παραβίασης των δημοκρατικών αρχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Συνέλευση για το Μέλλον της Ένωσης (2003-4) που προετοίμασε την Συνταγματική Συνθήκη που υιοθέτησε την επέκταση του άρθρου 7, τέθηκε και η πρόταση για αποπομπή ενός κράτους από την Ένωση ως έσχατο μέσο κύρωσης (σε αντιστάθμισμα και του δικαιώματος αποχώρησης από την Ένωση που εισήγαγε η Συνθήκη) αλλά τα κράτη μέλη απέφυγαν να δεχθούν το ενδεχόμενο αυτό.
Το άρθρο 7
Η σημερινή Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη της Λισσαβώνας) επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί το άρθρο 7 της Συνθήκης της Νίκαιας και προβλέπει τα εξής:
1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις.
Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξαολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή.
2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.
3. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.
Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος.
4. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους.
5. Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354[1] της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο περιγράφει τρεις διαφορετικές διαδικασίες:
Α. Διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 (άρθρο 7 παρ. 1 της Συνθήκης)
Η διαδικασία αυτή δεν απαιτεί παρούσα παραβίαση των αξιών του άρθρου 2. Εφαρμόζεται εφόσον υπάρχει σαφής κίνδυνος παραβίασης που οφείλει να είναι σοβαρή. Προφανώς μεγάλο ζήτημα συνιστά το πώς ορίζεται αφενός ο σαφής χαρακτήρας του κινδύνου και αφετέρου η σοβαρότητα της (μελλοντικής) παραβίασης. Είναι αυτονόητο ότι τόσο η αρχική πρόταση και η τελίκη απόφαση για τη διαπίστωση λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στο υπό κατηγορία κράτος για αρκετό χρονικό διάστημα αλλά και τις ενδείξεις για τον κίνδυνο. Για παράδειγμα η απόλυση ενός δικαστικού έστω και κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας δεν μπορεί να συνιστά σαφή κίνδυνο, αλλά μια πολιτική αλλαγών στο δικαστικό σώμα με διάρκεια ενδέχεται να μπορεί. Επίσης, η αύξηση του εκλογικού ορίου για την είσοδο στη Βουλή έστω και σε υψηλό ποσοστό ή η αλλαγή του εκλογικού νόμου προς όφελος του κυβερνώντος κόμματος δεν μπορεί να συνιστά σαφή -ούτε καν –κίνδυνο. Λόγο επίκλησης ωστόσο μπορεί να αποτελέσει η απόφαση μιας κυβέρνησης να αλλοιώσει τον εκλογικό νόμο εις βάρος των αρχών της ισότητας εκπροσώπησης.
Η διαδικασία της διαπίστωσης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1 είναι η εξής:
Ι. Αιτιολογημένη πρόταση (από την Επιτροπή, το Ε.Κ. ή το 1/3 των κρατών μελών) προς το Συμβούλιο Υπουργών.
ΙΙ. Ακρόαση του εγκαλούμενου κράτους μέλους και, ενδεχομένως συστάσεις προς αυτό από το Συμβούλιο.
ΙΙΙ. (Σε περίπτωση που οι συστάσεις δεν ευοδωθούν) έγκριση της πρότασης από το Ε.Κ.
IV. Διαπίστωση από το Συμβούλιο Υπουργών (με πλειοψηφία των 4/5) ότι στο εν λόγω κράτος μέλος υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αρχών του άρθρου 2.
Το Συμβούλιο “δύναται” να αποφασίσει. Τούτο σημαίνει ότι δεν δεσμεύεται καν να θέσει σε ψηφοφορία το θέμα (είτε γιατί διαφωνεί με την πρόταση είτε γιατί είναι εμφανές ότι δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία, είτε τέλος γιατί προτιμά να ακολουθήσει άλλη διπλωματική οδό).
Το βασικό θέμα της περιπτώσεως αυτής, ωστόσο, είναι η έλλειψη ουσιαστικών συνεπειών μετά την διαπίστωση του σαφούς κινδύνου. Η διαπίστωση δεν οδηγεί σε κάποια θεσμική κύρωση κατά του εγκαλούμενου κράτους. Το ενδεχόμενο άλλων διμερών κυρώσεων (όπως στην περίπτωση της Αυστρίας το 2000) δεν αποκλείεται αλλά η Συνθήκη δεν περιγράφει συγκεκριμένα μέτρα. Μακράν της λεγόμενης «πυρηνικής» δυνατότητας, η διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 1 φαίνεται μάλλον ως άσφαιρα πυρά. Στην πραγματικότητα η διαδικασία αυτή αποτελεί απλώς ένα καμπανάκι κινδύνου και ενεργοποιεί δαπραγματεύσεις για αποτροπή περαιτέρω εκτράχυνσης της κατάστασης ή είναι ένα πρώτο βήμα για την ενεργοποίηση του άρθρου 3.
Β. Ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2
Σε αυτή την περίπτωση, ένα κράτος παραβιάζει με σοβαρό και διαρκή τρόπο τις αξίες του άρθρου 2.
Η διαδικασία της διαπίστωσης βάσει του άρθρου 7 παρ. 2. έχει ως εξής:
Ι. Πρόταση (το άρθρο δεν ζητά αιτιολόγησή της, ενδεχομένως γιατί είναι αυτονόητη η παραβίαση) από την Επιτροπή ή το 1/3 των κρατών μελών (στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υποβάλει την πρόταση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (και όχι, όπως προηγουμένως, προς το Συμβούλιο Υπουργών).
ΙΙ. Κλήση του εγκαλούμενου κράτους μέλους για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του.
ΙΙΙ. Έγκριση της πρότασης από το Ε.Κ.
IV. Διαπίστωση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Υπουργών (με ομοφωνία) ότι στο εν λόγω κράτος μέλος υπάρχει σοβαρή και διαρκής παραβίαση των αρχών του άρθρου 2.
Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, το εγκαλούμενο κράτος δεν μετέχει στην ψηφοφορία και δεν συνυπολογίζεται για την επίτευξη της πλειοψηφίας ή ομοφωνίας. Και στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωσή του («δύναται» σύμφωνα με την Συνθήκη).
Και εδώ υπάρχει σοβαρή συζήτηση για το τί συνιστά σοβαρή και διαρκή παραβίαση. Η παραβίαση πρέπει να έχει συστημικό χάρακτήρα για να είναι διαρκής. Προφανώς ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, η εξωθεσμική διάλυση της Βουλής χωρίς προκήρυξη νέων εκλογών, η κατάργηση ή αναστολή βασικών άρθρων του Συντάγματος, η απαγόρευση ενός κόμματος για πολιτικούς λόγους ή η στέρηση του δικαιώματος ψήφου μιας ομάδας (π.χ. μιας μειονότητας) αποτελούν πρόδηλες εκδηλώσεις μιας τέτοιας παραβίασης. Υπάρχουν ωστόσο άλλες, λιγότερο σαφείς περιπτώσεις εξωθεσμικής συμπεριφοράς που μπορούν να χαρακτηρισθούν (ή όχι) ως ‘σοβαρή και διαρκής παραβίαση’: η εκτός συνταγματικού πλαισίου τροποποίηση του Συντάγματος, η εξωθεσμική κατάργηση δικαστικών ή άλλων αρχών, υπέρμετροι περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενδείξεις σοβαρής και διαρκούς παραβίασης. Η διάρκεια των παραβιάσεων προφανώς θα υπολογίζεται στην σχετική κρίση.
Η περίπτωση αυτή δεν συνιστά βέβαια ‘άσφαιρα πυρά’ ιδίως όταν συνδεθεί με τις κυρώσεις που προβλέπει η παράγραφος 3. Η απαίτηση ωστόσο ομοφωνίας για την διαπίστωση δυσχεραίνει ιδιαίτερα την επίτευξή της, ιδίως όταν λάβει κάποιος υπόψη τις ιστορικές σχέσεις που τα κράτη έχουν μεταξύ τους και την γενικότερη επιφυλακτικότητα των κρατών μελών να αποδεχθούν το ενδεχόμενο κυρώσεων σε άλλα κράτη, φοβούμενα ότι έτσι κινδυνεύουν ευκολότερα τα ίδια σε κάποια μελλοντική περίπτωση.
Γ. Κυρώσεις σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 (άρθρο 7 παράγραφος 3)
Η διαπίστωση του σαφούς και σοβαρού κινδύνου δεν επιφέρει αυτόματα κυρώσεις στο εγκαλούμενο κράτος – απαιτείται ειδική και χωριστή απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών.
Η τρίτη αυτή διαδικασία βάσει του άρθρου 7 παρ. 3. Είναι η ακόλουθη:
Ι. Απόφαση (με την λεγόμενη ‘σούπερ ειδική πλειοψηφία’, δηλαδή τουλάχιστον 72% των κρατών μελών εφόσον το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65% τουλάχιστον του πληθυσμού των κρατών αυτών) του Συμβουλίου των Υπουργών (όχι πλέον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) μετά την διαπίστωση του σαφούς και σοβαρού κινδύνου ως προς τα δικαιώματα του εγκαλούμενου κράτους μέλους που αναστέλλονται.
ΙΙ. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να περιλάβουν και τα δικαιώματα ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο.
ΙΙΙ. Το Συμβούλιο Υπουργών μπορεί, με μεταγενέστερη απόφασή του και με την ίδια ‘σούπερ ειδική πλειοψηφία’ να μεταβάλει ή να ανακαλέσει τις κυρώσεις αυτές ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης στο εν λόγω κράτος μέλος.
Όπως προκύπτει στην διαδικασία αυτή δεν εμπλέκεται ούτε η Επιτροπή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενδέχεται όμως να μπορεί να εμπλακεί, εκ των υστέρων, το Δικαστήριο της Ένωσης – τόσο για την διαδικασία της απόφασης όσο για την κρίση των λόγων που οδήγησαν στην λήψη της. Δεν είναι σαφές τι μπορούν να συμπεριλαμβάνουν οι κυρώσεις. Είναι προφανές ότι σε αυτές μπορεί να περιλαμβάνεται η διακοπή κοινοτικών πόρων, η αναστολή των δικαιωμάτων μετακίνησης κάποιων πολιτών (προφανώς ηγετικών κρατικών λειτουργών) εμπορικές κυρώσεις ή ακόμα και εμπάργκο. Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η απόφαση πρέπει να λαμβάνει υπόψη «τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων», συνεπώς τις επιπτώσεις π.χ. των εμπορικών κυρώσεων στη ζωή των πολιτών του εν λόγω κράτους. Επίσης, με δεδομένη την συνάρθρωση των σχέσεων των κρατών μελών δεν είναι πάντα εύκολο να επιβάλλονται κυρώσεις που ενδεχομένως να έχουν συνέπειες σε άλλο κράτος μέλος (π.χ. η απαγόρευση εμπορικών εισροών στην Πολωνία ενδέχεται να έχει σοβαρό οικονομικό κόστος στις μεταφορές από την Γερμανία προς τις Βαλτικές χώρες). Επίσης οι κυρώσεις δεν μπορούν να συμπεριλαμβάνουν την αναστολή ιδιότητας ατόμων (π.χ. του δικαστή του εν λόγω κράτους στο Δικαστήριο της Ένωσης ή των ευρωβουλευτών του που εκπροσωπούν πολίτες και όχι το κράτος τους).
Ενδιαφέρον είναι πως το άρθρο ρητά αναφέρει ότι οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους βάσει των Συνθηκών συνεχίζουν να το δεσμεύουν (π.χ. το κράτος είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει στην Ένωση τους ίδιους πόρους που οφείλει και, εφόσον δεν τον πράξει, είναι υπόλογο). Συζητήσιμο είναι βέβαιο πώς θα υλοποιηθούν οι υποχρεώσεις αυτές σε μια κατάσταση κρίσεως μέσα στην Ένωση.
Η περίπτωση της Πολωνίας βρίσκεται ακόμα στο πρώτο στάδιο της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου. Όπως αναφέρθηκε σε άλλο σημείωμα θα αναλυθούν οι λόγοι της μακράς κρίσης στις σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε.
[1] Το άρθρο 354 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «Για τους σκοπούς του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα μέλους της Ένωσης, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το εν λόγω κράτος μέλος δεν συμμετέχει στη ψηφοφορία και το εν λόγω κράτος μέλος δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ενός τρίτου ή των τεσσάρων πέμπτων των κρατών μελών που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου. Τυχόν αποχή παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων μελών δεν εμποδίζει την έκδοση των αποφάσεων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Για την έκδοση των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 3 και 4, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, παράγραφος 3, σημείο β) της παρούσας Συνθήκης. Όταν, ύστερα από απόφαση αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία βασιζόμενο σε διάταξη των Συνθηκών, αυτή η ειδική πλειοψηφία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, παράγραφος 3, στοιχείο β) της παρούσας Συνθήκης, ή, εάν το Συμβούλιο ενεργεί μετά από πρόταση της Επιτροπής ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 238, παράγραφος 3, σημείο α). Για τους σκοπούς του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν».