Του Στέλιου Αρβανιτίδη
Εισαγωγή
Ένα και πλέον έτος μετά την άνοδο του Τζέρεμυ Κόρμπυν και της Αριστεράς στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, η συζήτηση για τις εκλογικές προοπτικές των Εργατικών επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα σε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο μετά το δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. τον περασμένο Ιούνιο.
Η ηγετική ομάδα του κόμματος, παρότι εξαρχής αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους βουλευτές και τα στελέχη του, δείχνει αποφασισμένη να ακολουθήσει μία πορεία προς την «ιδεολογική καθαρότητα» και να στρέψει το κόμμα προς την ίδια κατεύθυνση. Ωστόσο, παρά τη πολιτική αναστάτωση που επέφερε το Brexit, οι Εργατικοί παραμένουν σε δύσκολη εκλογική θέση, χωρίς να διαφαίνονται σημάδια ανάκαμψης.
Το Εργατικό Κόμμα καλείται συνεπώς να εξετάσει τους λόγους για τους οποίους η απήχησή του παραμένει περιορισμένη και να αναζητήσει τρόπους ώστε ο ριζοσπαστικός λόγος της ηγεσίας να απαντά άμεσα στις ανάγκες της εκλογικής βάσης, σχεδιάζοντας την αντίστοιχη εκλογική ατζέντα.
Οι εκκρεμότητες του Εργατικού Κόμματος
Καταρχήν, οι Εργατικοί, για να συνεχίσουν ως κόμμα εξουσίας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την την κακή τους σχέση με τα ΜΜΕ – ιδιαίτερα εκείνη του αρχηγού τους. Όπως δείχνει σχετική ανάλυση του LSEαπό το πρώτο μόνο έτος του Τζ. Κόμπυν στην ηγεσία, το 54% των ρεπορτάζ και το 67% των άρθρων γνώμης στο βρετανικό Τύπο που αναφέρονταν σε αυτόν ήταν αρνητικά: οι συντηρητικές εφημερίδες επιδίδονταν και σε προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, ενώ ο προοδευτικός τύπος επικεντρώνει την κριτική του στην αποδόμηση του Κόρμπυν ως «πολύ αριστερού», αιθεροβάμονα και αδύναμου να οδηγήσει σε εκλογική νίκη. Μάλιστα, μόλις το 11% των άρθρων με αναφορά στον Κόρμπυν παρέθετε αναλλοίωτες τις τοποθετήσεις του, ενώ στο 52% οι θέσεις του απουσίαζαν πλήρως.
Στη συνέχεια οι Εργατικοί πρέπει να απαντήσουν στην πρόκληση της εκλογικής καθίζησης στη Σκωτία, όπου εκτοπίσθηκαν πλήρως από το σοσιαλδημοκρατικών θέσεων Σκωτικό Εθνικό Κόμμα, με κόστος περίπου 40 έδρες στη Βουλή των Κοινοτήτων. Επιπλέον, η εδραίωση της διαίρεσης του δημοψηφίσματος έχει μέχρι στιγμής προκαλέσει μόνο απώλειες, με ροές Εργατικών ψηφοφόρων τόσο προς το Συντηρητικό κόμμα και το UKIP, όσο και προς τους Φιλελεύθερους, ενώ οι προγραμματικές εξαγγελίες του κόμματος κρίνονται ακόμα απόμακρες και δυσνόητες για το εκλογικό σώμα.
Στην προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο της κοινοβουλευτικής ομάδας, η ηγεσία έχει ήδη απομακρύνει από τη σκιώδη κυβέρνηση πολλούς αντιφρονούντες βουλευτές. Ο πρόσφατος ανασχηματισμός της, στις αρχές Φεβρουαρίου, κατέληξε σε ένα σχήμα πολύ πιο κοντά στον Τζ. Κόρμπυν (θυμίζοντας τη στρατηγική του Μάικλ Φουτ στις αρχές της δεκαετίας του ’80). Η άρνηση του αρχηγού να εκλεγεί η σκιώδης κυβέρνηση από τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της περιορισμένης ανοχής του στην εσωκομματική αντιπολίτευση και της επιλογής του να στηριχτεί περισσότερο στα μέλη της βάσης και τις δομές του κόμματος, όπου έχει ιδιαίτερα υψηλή απήχηση. Το ίδιο αποδεικνύει άλλωστε και η συζήτηση που ξεκίνησε με την υποστήριξη της ηγεσίας σχετικά με την επιλογή των υποψήφιων βουλευτών για τις επόμενες εκλογές αποκλειστικά από τα μέλη των τοπικών οργανώσεων, όπως συνέβαινε πριν το 1990, αλλάζοντας το τωρινό μεικτό εκλεκτορικό σύστημα, όπου η επιλογή γίνεται από στελέχη και τα μέλη των τοπικών οργανώσεων. Εάν κάτι τέτοιο εγκριθεί από την Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή (NEC) του κόμματος, είναι πολύ πιθανό οι υποψήφιοι βουλευτές να προκύψουν από την επιλογή της ευρείας μάζας των μελών που υποστηρίζουν τον Τζ. Κόρμπυν, δημιουργώντας έτσι μια πιο ομοιογενή νέα κοινοβουλευτική ομάδα.
Η συνοχή του κόμματος, ωστόσο, δεν αρκεί από μόνη της για να λύσει όλα τα προβλήματα. Η μεγάλη τομή που επέφερε το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου στη βρετανική πολιτική βρήκε τους Εργατικούς απροετοίμαστους. Το κόμμα υποστήριξε, αλλά όχι σθεναρά, την παραμονή της Μ. Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ίδιο και οι ψηφοφόροι του (2 από τα 7 εκατομμύρια των Εργατικών ψηφοφόρων προτίμησαν το LEAVE). Η νέα αυτή διαίρεση εξηγεί κατά τους δημοσκόπους τη μετατόπιση Εργατικών ψηφοφόρων προς τους Φιλελεύθερους (οι οποίοι τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ του REMAIN) και σε μικρότερο βαθμό προς τους Συντηρητικούς και το UKIP(που είτε τάχθηκαν υπέρ του LEAVEαπό την αρχή, όπως το UKIP, είτε διακηρύσσουν ότι θα εφαρμόσουν την απόφαση του δημοψηφίσματος). Κατά συνέπεια, η πρόκληση για το κόμμα είναι να κρατήσει τους υποστηρικτές της παραμονής στην Ε.Ε. και ταυτόχρονα να προσεγγίσει την άλλη πλευρά, με πολιτικές που θα απαντούν στο αίσθημα αποξένωσης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού από την κεντρική πολιτική και τη λήψη αποφάσεων.
Αλλαγή προγράμματος ή αλλαγή λόγου;
Επομένως, η ανάσχεση των αρνητικών συσχετισμών για το Εργατικό Κόμμα ανάγεται στις προγραμματικές πολιτικές του και την προσαρμογή τους στις ανάγκες και προτιμήσεις των παραδοσιακών ψηφοφόρων του που εκφράστηκαν με επιφυλάξεις και μετριοπάθεια στο δημοψήφισμα, καθώς και των ψηφοφόρων που αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται. Επίκεντρο της συζήτησης θα πρέπει να αποτελέσουν η παραγωγή πολιτικών με όρους καθημερινότητας και η διευκρίνιση του τρόπου εφαρμογής τους, δεδομένου ότι τα βασικά τους σημεία βρίσκουν σύμφωνη τη βρετανική κοινή γνώμη, όπως εμφανίζονται σε σχετική έρευνα της YouGov. Η έρευνα που διεξήχθη το φθινόπωρο του 2016 δείχνει πως το 45% των Βρετανών υποστηρίζουν την αύξηση των δημοσίων δαπανών με παράλληλη αύξηση της φορολόγησης στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Περισσότεροι από τους μισούς επιθυμούν την επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, ενώ το 58% θεωρεί αρνητική την εμπλοκή ιδιωτικών κεφαλαίων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS). Μετά από αυτό, φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξη η υπεροχή των Συντηρητικών (33%) έναντι των Εργατικών (13%) στην οικονομική πολιτική. Ίσως, λοιπόν, δεν είναι προβληματικές ή μειοψηφικές οι ίδιες οι προτάσεις, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζονται.
Η ανάδειξη της ριζοσπαστικής πολιτικής προσωπικότητας του Κόρμπυν στην αρχηγία τείνει να δικαιώνει εκείνους που προέβλεπαν ότι το Εργατικό Κόμμα θα αποκτούσε χαρακτηριστικά κόμματος διαμαρτυρίας. Η κακή του σχέση με τα ΜΜΕ και η διαρκής εσωκομματική αμφισβήτηση συμπληρώνουν μοιραία την εικόνα ενός ηγέτη κι ενός κόμματος χωρίς άμεσες προτάσεις και λύσεις, που υπερασπίζονται μία ιδεολογική ατζέντα που για το μέσο πολίτη φαίνεται πως λίγα μπορεί να κάνει για να αλλάξει τη ζωή του και να απαντήσει στα καθημερινά του προβλήματα. Η επιμέλεια στην εικόνα (και το πρωθυπουργικό προφίλ του Κόρμπυν), η κατανόηση των προγραμματικών προτάσεων από τους εκλογείς και η αντιμετώπιση των ΜΜΕ είναι εκ των ουκ άνευ για την αντιστροφή της εκλογικής καθίζησης. Σημαντική παράμετρος είναι και η ανάγκη για σαφέστερη σύνδεση των προτεινόμενων πολιτικών με το εθνικό συμφέρον στο οποίο οι Συντηρητικοί έχουν επενδύσει με εξαιρετική επιτυχία το τελευταίο διάστημα.
Οι πρόσφατες έρευνες γνώμης δείχνουν σταθερά ισχυρή την απήχηση των Συντηρητικών και σταθερά περιορισμένη την υποστήριξη για τους Εργατικούς (περί το 40% για τους πρώτους και 27- 28% για τους δεύτερους). Χωρίς να μπορούν να στηρίζονται πλέον στους Σκωτσέζους ψηφοφόρους τους, οι Εργατικοί βρίσκονται δημοσκοπικά σε επίπεδα παρόμοια με την περίοδο μετά την ήττα τους το 2010, παρότι ιστορικά είχαν την τάση να προπορεύονται στις δημοσκοπήσεις στα μέσα της αντιπολιτευτικής περιόδου. Με αυτό το ποσοστό, το κόμμα ενδέχεται να διαθέτει στην επόμενη Βουλή λιγότερους από 200 βουλευτές, 40 λιγότερους σε σχέση με τις εκλογές του 2015 και 70 σε σχέση με εκείνες του 2010. Ωστόσο, είναι διαπιστωμένο ότι για τους Εργατικούς το αποτέλεσμα των εκλογών συχνά βρίσκεται κατά μέσο όρο 8 μονάδες κάτω από τις προβλέψεις όσο βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Κάτι τέτοιο θα τους έδινε ακόμα λιγότερους βουλευτές (140 με 150), ενώ θα αποτελούσε και το χειρότερο εκλογικό τους αποτέλεσμα από το 1935. Βέβαια, το «δίχτυ προστασίας» που παρέχει στα ισχυρότερα κόμματα το εκλογικό σύστημα της Μ. Βρετανίας (πλειοψηφικό σύστημα ενός γύρου σε μονοεδρικές περιφέρειες), εξασφαλίζει ότι, ακόμη και με βάση το χειρότερο σενάριο για το 2020, οι Εργατικοί θα διαθέτουν μία σχετικά ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία και την ευκαιρία για ανασυγκρότηση στο μέλλον.
Από την άλλη, όπως προκύπτει από ανάλυση της Φαβιανής Εταιρίας (Εργατικού thinktankκαι ιστορικής συνιστώσας του κόμματος), στην περίπτωση που οι Εργατικοί καταφέρουν να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα και να ανεβάσουν τα ποσοστά τους, θα έχουν αρκετές πιθανότητες να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού. Αν το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών δεν οδηγήσει σε απώλειες, αλλά σε ανάκτηση τουλάχιστον 30 εδρών, θα είναι σε θέση να αναζητήσουν κυβερνητικούς εταίρους – είτε τους Πράσινους που μετά από το δημοψήφισμα του καλοκαιριού είχαν ξεκινήσει τη συζήτηση για συνασπισμό ανάμεσα στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα της κεντροαριστεράς, είτε τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, ενώ δε θα ήταν απίθανη η ανοχή σε μία τέτοια κυβέρνηση από το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα και το PlaidCymru(το αντίστοιχο εθνικιστικό κόμμα της Ουαλίας). Η επιδίωξη ενός τέτοιου στρατηγικού στόχου θα ήταν και η πλέον ρεαλιστική επιλογή για τους Εργατικούς, σε χρόνο όπου η πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή φαντάζει άπιαστο όνειρο, καθώς γι’ αυτή δε θα αρκούσε απλώς η πλειοψηφία έναντι των Συντηρητικών, αλλά θα απαιτούνταν μία πλειοψηφία μεγαλύτερη των 3 εκατομμυρίων ψήφων σε εθνικό επίπεδο.
Συμπεράσματα
Το Εργατικό Κόμμα και ο Τζέρεμυ Κόρμπυν καλούνται να ξεπεράσουν μία σειρά από δυσμενείς περιστάσεις και συγκυρίες για να προσβλέπουν σε εκλογική ανάκαμψη. Οι περιστάσεις αυτές σχετίζονται με τη νέα διαιρετική τομή του Brexitστη βρετανική κοινωνία και πολιτική και τη διαφοροποίηση μεταξύ της τωρινής ηγετικής ομάδας και του παλιού κομματικού κατεστημένου που περιλαμβάνει την πλειοψηφία των βουλευτών και κομματικών στελεχών. Αυτό στα μάτια των ψηφοφόρων μεταφράζεται σε αδυναμία εφαρμογής πολιτικών, ακόμη και δυσχέρεια αποτελεσματικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον, οι Εργατικοί, για να διεκδικήσουν την ψήφο και τη στήριξη όσων επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν στην επόμενη Βουλή, οφείλουν να υιοθετήσουν νέα επικοινωνιακή στρατηγική και να βρεθούν πλησιέστερα σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που δεν βρίσκουν έκφραση στην πολιτική, ξεπερνώντας τις ερμηνευτικές αντιθέσεις του Brexit.
Αναγκαίο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η αποσαφήνιση των προγραμματικών πολιτικών, η προσαρμογή τους, ώστε να γίνουν πιο κατανοητές στους εκλογείς, και η παράλληλη προέκτασή τους στα καθημερινά προβλήματα με αμεσότερες απαντήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Εργατικό Κόμμα είναι πιθανό να καταφέρει να αντιστρέψει το δυσμενές, για το ίδιο, κλίμα ανοίγοντας το δρόμο για ανάκαμψη σύντομα και καθιστώντας πιο εφικτό το στόχο σχηματισμού κυβέρνησης στις εκλογές του 2020. Εξάλλου, οι διαδοχικές πολιτικές ανατροπές ήταν χαρακτηριστικό των πολιτικών εξελίξεων το προηγούμενο διάστημα στη Μεγάλη Βρετανία: στη χώρα αυτή που μέχρι πρόσφατα στο παρελθόν χαρακτηριζόταν από πολιτική και κοινωνική προβλεψιμότητα δεν υπάρχει πλέον καμία νομοτέλεια.
Για περαιτέρω μελέτη
EARLY POLL RESULTS: Which Corbyn policies do the public oppose?
http://www.fabians.org.uk/wp-content/uploads/2016/12/Stuck-Fabian-Society-analysis-paper.pdf
http://www.lse.ac.uk/media@lse/research/Mainstream-Media-Representations-of-Jeremy-Corbyn.aspx