Του Γιώργου Μαυροδημητράκη
Το 2015 συγκλόνισε την ευρωπαϊκή ήπειρο με τη διόγκωση του προσφυγικού ρεύματος από την εμπόλεμη Συρία και τον πολλαπλασιασμό των τρομοκρατικών επιθέσεων. Ωστόσο, ταυτόχρονα επέφερε τεκτονικές αλλαγές και στην παγκόσμια σκηνή: τη χρονιά εκείνη ξέσπασε στην Υεμένη ένας από τους πιο αιματηρούς και δυνάμει επικίνδυνους εμφυλίους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η Υεμένη υπήρξε από την αποικιακή περίοδο μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διαιρεμένη: το νότιο τμήμα της, η παλαιά βρετανική αποικία και το προτεκτοράτο του Άντεν, είχε γίνει μετά την ανεξαρτησία της η Λαοκρατική Δημοκρατία της Υεμένης με ένα κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ το βόρειο τμήμα της συμπορεύτηκε με τη Δύση. Το 1990 τα δύο κράτη επανενώνονται. Από το 1978 έως το 2011 πρόεδρος, της Βόρειας Υεμένης αρχικά και της ενωμένης Υεμένης μετέπειτα, υπήρξε ο στρατηγός Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ, ο οποίος αν και δημοκρατικά εκλεγμένος στο ξεκίνημα, σταδιακά αποκτούσε ολοένα και πιο αυταρχικά χαρακτηριστικά, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Υπό το βάρος μαζικών διαδηλώσεων την εποχή της Αραβικής Άνοιξης και μετά από πιέσεις του Συμβουλίου Συνεργασίας των χωρών του Αραβικού Κόλπου (GulfCooperationCouncil-GCC) αναγκάσθηκε να παραιτηθεί αφού έλαβε βέβαια ασυλία για την καταπάτηση σωρείας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, το 2011 η εξουσία πέρασε στον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Άμπντ αλ Ράμπ Μανσούρ αλ Χάντι. Ο αλ Χάντι ξεκίνησε, στο πλαίσιο του Συμβουλίου (GCC) και με την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών, μια Διάσκεψη Εθνικού Διαλόγου (NationalDialogueConference-NDC) με στόχο την εκπόνηση νέου Συντάγματος. Ωστόσο η Διάσκεψη αυτή διαλύθηκε το 2013 λόγω διαφωνιών των μελών του για την κατανομή της εξουσίας.
Οι ταραχές ξεκίνησαν εκ νέου τον Ιούλιο του 2014, όταν η κυβέρνηση αλ Χάντι, υπό τις πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αύξησε την τιμή του πετρελαίου. Η θρησκευτική ομάδα- κίνημα των Χούτι (πήρε το όνομα του ιδρυτή της και αδερφού του σημερινού ηγέτη της Χουσεΐν Μπαντρεντίν αλ Χούτι) που εκπροσωπεί τη Σιιτική μειονότητα οργάνωσε διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, το Σουνιτικό Ισλαμικό κόμμα Islahδιοργάνωσε αντιδιαδηλώσεις κατά των Χούτι, οι οποίες σταδιακά εξελίχθηκαν σε ανοιχτές συγκρούσεις. Εν μέσω των ταραχών, τα Ηνωμένα Έθνη προτείνουν μια ειρηνευτική συμφωνία που ωφελεί τους Χούτι, ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες χωρίς, ωστόσο, αποτέλεσμα. Τον Δεκέμβρη του 2014 οι ένοπλες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα Σαναά εντείνονται και εν τέλει αυτή καταλαμβάνεται από τους Χούτι τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Οι τελευταίοι ζητούν την παραίτηση του αλ Χάντι, ο οποίος εγκαταλείπει την εξουσία και καταφεύγει αρχικά στο Άντεν και κατόπιν στη Σαουδική Αραβία. Οι δυνάμεις των Υποστηρικτών του Θεού (Ανσάρ Αλλάχ – όπως επίσης είναι γνωστοί οι Χούτι) συνεργάζονται με τον πρώην πρόεδρο της χώρας Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ (τον οποίο πολεμούσαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του), κυρίως λόγω των διασυνδέσεών του με ανώτατα στρατιωτικά στελέχη που προσχωρούν στους Χούτι. Εκπονούν νέο Σύνταγμα, ορίζουν Ανώτατη Επαναστατική Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της χώρας, αποτελούμενη από δέκα μέλη (5 Χούτι και 5 υποστηρικτές του προέδρου Αμπντουλάχ Σαλέχ) και γρήγορα εξαπλώνονται σε όλο το βόρειο τμήμα της χώρας, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνητικές δυνάμεις, γνωστές και ως Λαϊκές Επιτροπές Αντίστασης, που υποστηρίζουν τον πρόεδρο αλ Χάντι, συγκεντρώνονται σε ένα θύλακα γύρω από το Άντεν στα νότια της χώρας. Τον Μάρτιο του 2015 η Σαουδική Αραβία εξαπολύει με την υποστήριξη άλλων εννέα αραβικών χωρών αεροπορικές επιθέσεις με την ονομασία Αποφασιστική Καταιγίδα (DecisiveStorm) εναντίον θέσεων των Χούτι, κυρίως στα σύνορα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Υεμένης. Ταυτόχρονα επιβάλλει ναυτικό αποκλεισμό στα λιμάνια που ελέγχουν οι Σιίτες αντάρτες και στέλνει πολεμοφόδια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι Χούτι ενισχύονται από το Ιράν, το οποίο τους προσφέρει οικονομική, στρατιωτική και τεχνική βοήθεια τόσο λόγω της κοινής θρησκείας (Σιίτες), όσο και επειδή προσπαθεί να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή, και προβαίνουν σε αντίποινα καταστρέφοντας συνοριακά φυλάκια και χωριά της Σαουδικής Αραβίας. Μέσα σε αυτό το χάος στη χώρα εμφανίζονται και θύλακες τρομοκρατίας. Συγκεκριμένα, υπάρχει μακρόχρονη παρουσία της al-Qaeda, η οποία έχει μετεξελιχθεί σε παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και έχει επωφεληθεί σημαντικά από την κατάρρευση της χώρας. Ενώ οι δυνατότητές της ήταν αρχικά περιορισμένες, με τον εμφύλιο ενισχύθηκε από Σουνιτικές φυλές οι οποίες επιζητούσαν προστασία- είτε οικειοθελώς, είτε αναγκαστικά- δεδομένης της απουσίας κυβερνητικού στρατού για να προστατευθούν από τους Χούτι. Έτσι, η τρομοκρατική οργάνωση έχει καταφέρει να ελέγξει μια σημαντική περιοχή γύρω από την πόλη Μουκάλλα. Μάλιστα η κυβέρνηση των Η.Π.Α χαρακτηρίζει τον κλάδο της alQaedaστην Υεμένη ως ένα από τα πιο επικίνδυνα τρομοκρατικά παρακλάδια που έχει ενισχυθεί από το χάος που επικρατεί.
Ο εμφύλιος πόλεμος που συνεχίζεται για τρίτο χρόνο έχει κοστίσει τη ζωή 6.500 ανθρώπων, ενώ οι τραυματίες ανέρχονται σε 30.000. 7,5 εκατομμύρια Υεμενίτες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επισιτισμού, το οποίο επιδεινώνεται εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού σε μια χώρα που εισάγει το 80% των τροφίμων της. Παράλληλα, 2,8 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τις εστίες τους, με πολλούς να έχουν καταφύγει σε γειτονικές χώρες όπως το Ομάν, τη Σαουδική Αραβία και το Τζιμπουτί. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αλληλοκατηγορούνται για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διεθνείς οργανώσεις όπως η HumanRightsWatchκαι παρατηρητές των Ηνωμένων Εθνών πιστοποιούν σοβαρές παραβιάσεις διεθνών κανόνων και από της δύο πλευρές. Έχει πιστοποιηθεί η χρήση απαγορευμένων όπλων, όπως οι βόμβες διασποράς, από τη Σαουδική Αραβία με αποτέλεσμα δεκάδες άμαχοι να έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, ενώ οι Χούτι αλλά και οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου, όπως μαζικές εκτελέσεις.
Ποιο είναι το μέλλον της Υεμένης;
Είναι προφανές ότι σε μια τόσο περίπλοκη κατάσταση η εξεύρεση βιώσιμης ειρηνικής λύσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Από τη μία πλευρά, οι Χούτι θεωρούν ότι μια πιθανή κατάπαυση του πυρός θα μειώσει τη διαπραγματευτική τους δύναμη και θα κινδυνεύουν να υποστούν βαρύτατες κυρώσεις από την επόμενη κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνητικές δυνάμεις θεωρούν τους Χούτι προδότες και όργανα του Ιράν στη χώρα, άρα μια συναινετική λύση δεν φαίνεται εύκολη. Είναι πιο πιθανό η βιώσιμη λύση να επέλθει μόνο μετά τη βελτίωση των σχέσεων των δύο περιφερειακών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν. Η βελτίωση των σχέσεων του Ιράν με τις Η.Π.Α ανησύχησε τη Σαουδική Αραβία, η οποία βλέπει το ρόλο της να μειώνεται έναντι του Ιράν που εμπλέκεται πλέον τόσο στην Υεμένη όσο και στη Συρία, το Ιράκ και το Λίβανο. Ο ανταγωνισμός των δύο αυτών δυνάμεων πρέπει να σταματήσει προκειμένου να επέλθει η απαραίτητη ισορροπία και ειρήνη στην περιοχή. Αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω της προώθησης συνεννόησης από τις Η.Π.Α και μέσω των Ηνωμένων Εθνών. Όσο η Σαουδική Αραβία θεωρεί ότι πλήττεται η θέση της από την σταδιακή ενδυνάμωση του Ιράν, τόσο θα παρεμβαίνει για να αντισταθεί σε αυτή την κατάσταση, με αποτέλεσμα και το Ιράν με τη σειρά του να ακολουθεί αυτό το φαύλο κύκλο. Μόνο όταν υπάρξει ισορροπία επιρροής μεταξύ των δύο δυνάμεων ο πόλεμος της Υεμένης, και όχι μόνο, μπορεί να έχει βιώσιμη ειρηνική εξέλιξη.
Για περαιτέρω ενημέρωση:
https://www.foreignaffairs.com/articles/saudi-arabia/2015-03-29/houthi-and-blowback
https://www.files.ethz.ch/isn/190632/Backgrounder_%20Yemen’s%20Ci…pdf
https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/ym.html
http://carnegieendowment.org/files/yemen_tribal_governance.pdf