Του Γαβριήλ Λεωνίδα Βαγδατζόγλου
Χρειάστηκαν κάτι περισσότερο από 3,5 χρόνια από την ημέρα του δημοψηφίσματος για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι να πραγματοποιηθεί τελικά στις 31 Ιανουαρίου του 2020. Τόσο το ίδιο το ερώτημα και η απόφαση του δημοψηφίσματος, όσο και η εφαρμογή της έχουν διχάσει σε μεγάλο βαθμό τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και ο αντίκτυπος φάνηκε επίσης και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα στην «πρωτεύουσα» της, τις Βρυξέλλες. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστεί το γενικότερο κλίμα σχετικά με την άποψη που έχουν οι κάτοικοι στις Βρυξέλλες για το Brexit, την οποία έχει αποκτήσει ο γράφων κατά τη διαμονή του στην πόλη, καθώς και από τον τοπικό και διεθνή τύπο.
Αρχικά, το ενδιαφέρον μας θα επικεντρωθεί, πολύ σύντομα, στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2016 και των εκλογών του Δεκεμβρίου του 2019, σε μια προσπάθεια ερμηνείας των αποφάσεων των πολιτών. Με μια πρώτη ματιά στον χάρτη των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος θα ξεχωρίσει κανείς ότι η απόφαση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίστηκε από την πλειοψηφία των Άγγλων και των Ουαλών, διότι τόσο η Βόρεια Ιρλανδία (11/18 εκλογικές περιφέρειες) όσο και η Σκωτία στο σύνολό της ψήφισαν υπέρ του Remain. Στην Ουαλία ψήφισαν κατά τις εξόδου 2 εκλογικές περιφέρειες, ενώ στην Αγγλία, αν και οι περισσότερες περιφέρειες ψήφισαν υπέρ του Brexit, το Λονδίνο ήταν ξεκάθαρα υπέρ της παραμονής, με εξαίρεση 5 δημοτικά διαμερίσματα, και πόλεις όπως το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ ψήφισαν επίσης υπέρ της παραμονής. Τέλος, το Γιβραλτάρ, το οποίο αποτελεί βρετανικό υπερπόντιο έδαφος, ψήφισε υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε με ποσοστό 95,9%, κυρίως λόγω της θέσης του.
Τις εκλογές του 2019 μονοπώλησε σχεδόν το θέμα του Brexit, κυρίως επειδή είχαν περάσει περισσότερα από τρία χρόνια από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και δεν είχε ακόμη αποχωρήσει το Ην. Βασίλειο από την Ε.Ε. Στις εκλογές αυτές το κόμμα των Συντηρητικών κατάφερε να πετύχει την ευρύτερη πλειοψηφία στη Βουλή μετά από πολλά χρόνια, κερδίζοντας παράλληλα από τους Εργατικούς πολλές περιφέρειες, κυρίως στην Βόρεια Αγγλία και στην Ουαλία, ενώ στη Σκωτία επικράτησε σε πολύ μεγάλο βαθμό το SNP, το οποίο τασσόταν ξεκάθαρα υπέρ της παραμονής στην Ένωση. Η νίκη αυτή των Συντηρητικών οφείλεται κυρίως στην ξεκάθαρη θέση που είχε το κόμμα για το Brexit σε αντίθεση με τους Εργατικούς, οι οποίοι δεν ήταν το ίδιο ξεκάθαροι πάνω στο θέμα, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση στους ψηφοφόρους, οδηγώντας τους στο Συντηρητικό Κόμμα. Επίσης η ριζοσπαστική αριστερή ατζέντα του Τζέρεμι Κορμπύν έλκυσε κυρίως τους νέους ψηφοφόρους και τους κατόχους πτυχίων και σε συνδυασμό με την προσωπικότητα του ίδιου αποτέλεσαν κατά πολλούς τον λόγο ήττας του κόμματος.
Στις Βρυξέλλες οι απόψεις ποικίλουν, όμως η πλειοψηφία των ανθρώπων θα προτιμούσε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπήρξαν μάλιστα και ομάδες διαμαρτυρόμενων, οι οποίες, μπροστά από τα ευρωπαϊκά όργανα, εξέφρασαν την έντονη αντίθεση τους στο Brexit, αναφερόμενες τόσο στο Ην. Βασίλειο ως σύνολο όσο και σε περιοχές του, όπως η Σκωτία, της οποίας ο πληθυσμός έχει δείξει ότι επιθυμεί να μείνει στην Ε.Ε. Για τους περισσότερους, η απόφαση της εξόδου στηρίχθηκε σε ψευδείς υποσχέσεις των οπαδών του Leave ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποκτήσει την παλιά του αίγλη και σημασία μόνο εκτός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και ότι το τελευταίο αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξή του και την επιστροφή του στην θέση που του αρμόζει. Η εικόνα αυτή λοιπόν που καλλιεργήθηκε, σε συνδυασμό με την άγνοια των πολιτών για τις πραγματικές επιπτώσεις του Brexit αποτελεί τον κύριο λόγο για το αποτέλεσμα τους δημοψηφίσματος κατά την άποψη των κατοίκων των Βρυξελλών.
Επίσης, υπάρχει και άποψη, ιδίως μεταξύ των νεότερων ανθρώπων, ότι το Brexit είναι στην ουσία μια απόφαση των μεγαλύτερων ηλικιακά, την οποία ωστόσο θα πρέπει να σεβαστούν και να επωμιστούν οι νεότεροι, οι οποίοι ήταν σαφώς υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε, όπως επιβεβαιώνουν και τα στατιστικά στοιχεία. Ακόμη, υπάρχει και μια μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι παρόλο που δεν θα ήθελαν το Ηνωμένο Βασίλειο να είχε φύγει, πίστευαν ότι θα έπρεπε να παρθεί μια ξεκάθαρη απόφαση, όποια κι αν ήταν αυτή. Όπως φαίνεται, η συνεχής παράταση της εξόδου της χώρας από την Ένωση και η αβεβαιότητα που υπήρχε δεν είχαν εξαντλήσει μόνο τους βρετανούς πολίτες αλλά και τους πολίτες όλων των ευρωπαϊκών χωρών και σε μεγάλο βαθμό ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο εξελέγη ο Μπόρις Τζόνσον, προκειμένου να τερματίσει αυτή την αβεβαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, από τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των εκλογών και μετά μέχρι την στιγμή της εξόδου του Ην. Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες ήταν βαριά, τόσο ανάμεσα στους εργαζόμενους στα ευρωπαϊκά όργανα όσο και στους πολίτες, δεδομένου του γεγονότος ότι τελικά το Brexit θα συνέβαινε, παρά τις ελπίδες που υπήρχαν για την μεταστροφή της κατάστασης.
Φυσικά, υπάρχουν και αυτοί που είτε δεν τους ενδιέφερε το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είναι μέλος της Ε.Ε είτε πιστεύουν ότι η έξοδος ήταν το καλύτερο σενάριο και για τα δύο μέρη. Όσον αφορά τη δεύτερη άποψη, το κυριότερο επιχείρημα είναι ότι ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν πραγματικά μέλος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ειδικά μετά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου πάρθηκε η απόφαση για βαθύτερη ενοποίηση, την οποία το Ην. Βασίλειο δεν εμπόδισε αλλά φρόντισε να εξαιρέσει τον εαυτό του από κάποιες διατάξεις, μεταξύ των οποίων η ζώνη Σένγκεν και το κοινό νόμισμα. Ακόμη, εντός της Ε.Ε, ήταν το πιο διστακτικό κράτος μέλος σχετικά με την περαιτέρω ενοποίηση, γεγονός που εθεωρείτο για πολλούς εμπόδιο. Επομένως, με την έξοδό του από την Ένωση μπόρεσε, από τη μία πλευρά, να πάρει πίσω την ελευθερία που έχασε, όπως τόνιζαν οι πολιτικοί του, και από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε θα μπορέσει να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, όταν αυτός ξεκαθαρίσει ποιος θα είναι.
Λαμβάνοντας υπόψη το τελευταίο επιχείρημα, παρά την αντίθεση των περισσότερων ανθρώπων στις Βρυξέλλες στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένου εμού, η σκέψη αυτή υπήρχε στο μυαλό όλων, λιγότερο ή περισσότερο. Τι σημαίνει για τον καθένα περαιτέρω ενοποίηση μπορεί να διαφέρει, ωστόσο το κοινό σημείο όλων οδηγεί, κατά την προσωπική μου άποψη, στις λεγόμενες «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Η ιδέα αυτή αποτελεί ταμπού ακόμη σήμερα, ωστόσο έχει εκφραστεί πρώτη φορά από τον Victor Hugo και στη συνέχεια από προσωπικότητες όπως ο Winston Churchill και ο Robert Schuman, και οραματίζεται μια ομοσπονδία των ευρωπαϊκών κρατών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι σήμερα, αποτελεί σε γενικές γραμμές ένα επιτυχημένο πείραμα, το οποίο ωστόσο χρήζει μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, έτσι ώστε να γίνει πιο δίκαιη και πιο λειτουργική. Παρά τις εμφανείς αδυναμίες της, αποτελεί τον μόνο τρόπο να έχουν τα ευρωπαϊκά κράτη μια δυνατή φωνή στην διεθνή σκηνή, τόσο σε πολιτικά θέματα όσο και σε οικονομικά, εμπορικά κ.ά. όπου το κάθε κράτος μόνο του δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει.
Η επιδίωξη ενός τέτοιου οράματος, αν και φαίνεται δύσκολη τη δεδομένη χρονική στιγμή λόγω της πολιτικής κατάστασης που επικρατεί τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, εντούτοις αποτελεί ίσως το πιο βιώσιμο σενάριο για την Ευρώπη, διότι η αντίθετη κατεύθυνση θα ήταν καταστροφική για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, δεδομένου του πόσο εξαρτημένα και συνδεδεμένα είναι το ένα από το άλλο. Αναμφισβήτητα, για να πραγματοποιηθεί απαιτούνται πολλά χρόνια και μεγάλη θέληση από τα ίδια τα κράτη-μέλη, ωστόσο η πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δείχνει ότι μόνο με την εμβάθυνση της Ένωσης θα λυθούν τα προβλήματα που τώρα αντιμετωπίζει και ταυτόχρονα θα ισχυροποιηθεί η θέση της. Ταυτοχρόνως, η περίπτωση να επιστρέψει το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ε.Ε κάποια στιγμή δεν φαίνεται ένα πιθανό σενάριο για την επόμενη δεκαετία, όμως κανείς στις Βρυξέλλες δεν θα το απέκλειε και σίγουρα ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων δεν θα απευχόταν ένα τέτοιο σενάριο. Εντούτοις, η περίπτωση να συμβεί συνδέεται με την επιτυχημένη εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να φανεί ότι τελικά λειτουργεί και συμβάλλει πραγματικά στην βελτίωση της θέσεως των κρατών-μελών, ενώ ταυτόχρονα η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αποκλείει τις συζητήσεις για περαιτέρω διεύρυνση της Ένωσης.