Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Η συμφωνία που καταρχήν επιτεύχθηκε, μετά από μακρές και εξαιρετικά δύσκολες διαπραγματεύσεις, στις 24 Δεκεμβρίου 2020 ανάμεσα στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο επισφραγίζει την διάρκειας 4 ½ ετών ιστορία της αποχώρησης της χώρας από την ΕΕ μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016. Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική συμφωνία και για τις δύο πλευρές: οι εμπορικές ροές μεταξύ ΕΕ27-ΗΒ ανέρχονται σε 740 δις ευρώ τον χρόνο, αν και ποσοστιαία είναι πιο κρίσιμη για το ΗΒ από ό τι για την Ευρώπη. Σύμφωνα με μελέτη του 2019 το Ηνωμένο Βασίλειο άντλησε από την ΕΕ το 50 τοις εκατό των εισαγωγών του πέρυσι, ενώ η ΕΕ ήταν ο τελικός προορισμός για το 47 τοις εκατό όλων των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που καθιστά την ΕΕ τον σημαντικότερο εταίρο του ΗΒ (σε αντιδιαστολή το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ λιγότερο σημαντικό ως εμπορικός εταίρος για την EE: το 2019, μόνο το 4% των συνολικών εξαγωγών της EE αφορούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο, από όπου προήλθε το 6% των συνολικών εισαγωγών της). Επίσης πρόκειται για την πρώτη τέτοιου μεγέθους συμφωνία (ίσως από την εποχή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης) που ξεχωρίζει τόσο βαθιά ενωμένες έως σήμερα οικονομίες.
Το πολιτικό πλαίσιο
Η συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις, όπως εν πολλοίς και η συμφωνία για την αποχώρηση της χώρας που επιτεύχθηκε πέρυσι, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές προτεραιότητες της βρετανικής κυβέρνησης που συνοψίζονται στο σύνθημα του δημοψηφίσματος «takebackcontrol»: την ανάκτηση της πολιτικής και νομικής αυτονομίας στη λήψη αποφάσεων και την απαγκίστρωση από τις αποφάσεις της EE και ιδίως την αυτόματη εφαρμογή των τελευταίων από τη Βρετανία. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής επιλογής ήταν o αποκλεισμός των σχετικά εύκολων, τεχνικά, επιλογών – δηλαδή της παραμονής της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση ή ακόμα και στην ενιαία αγορά (όπως η Νορβηγία και η Ισλανδία) – που προϋπέθεταν την ‘υποταγή’ του νομοθετικού πλαισίου της συμφωνίας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και ουσιαστικό δικαιοδοτικό ρόλο για το Δικαστήριο της Ένωσης. Αντ’ αυτών επιλέχθηκε η τομεακή προσέγγιση ενώ πολλοί τομείς συνεργασίας (όπως η συνεργασία σε θέματα ασύλου και μετανάστευσης) έμειναν εκτός, εν αναμονή μιας (υποθετικής) ειδικής συμφωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε η εξωτερική πολιτική, η εξωτερική ασφάλεια και η αμυντική συνεργασία δεν καλύπτονται «καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήθελε να διαπραγματευτεί αυτά τα θέματα». Ως εκ τούτου μετά τον Ιανουάριο δεν θα υπάρχει θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών για τα ζητήματα αυτά. Η Βρετανία θα συνεχίσει, κατά πάσα πιθανότητα, να συνεργάζεται στο άτυπο πλαίσιο των Ε-3 (με τη Γαλλία και τη Γερμανία) σε ένα συντονισμό θέσεων σε κάποια διεθνή θέματα (πχ. το Ιράν).
Το πλήρες κείμενο της συμφωνίας με τα παραρτήματά της ξεπερνά τις 2000 σελίδες και προφανώς είναι αδύνατο να συνοψίσουμε σε λίγες σελίδες. Το άρθρο αυτό προσπαθεί να παρουσιάσει συνοπτικά και αδρά τις σημαντικότερες ρυθμίσεις.
Το περιεχόμενο
H συνολική συμφωνία (Trade and Cooperation Agreement) περιλαμβάνει περισσότερα μέρη:
- Την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (free trade agreement) αυτή καθαυτή.
- Συμφωνία για θέματα ασφάλειας των πληροφοριών που κοινοποιούνται από κάθε πλευρά στην άλλη
- Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
- Κανόνες για τη διακυβέρνηση (governance) δηλαδή κανόνες επίλυσης διαφορών ως προς την εφαρμογή της
Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (FTA) καλύπτει το εμπόριο ένα ευρύ φάσμα τομέων συνεργασίας. Ειδικότερα καλύπτει:
- εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών
- ψηφιακό εμπόριο
- πνευματική ιδιοκτησία
- δημόσιες συμβάσεις
- αεροπορικές και οδικές μεταφορές
- ενέργεια
- αλιεία
- συντονισμό της κοινωνικής ασφάλισης
- επιβολή του νόμου και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις
- θεματική συνεργασία
- συμμετοχή σε προγράμματα της Ένωσης.
Επιπλέον περιλαμβάνει διατάξεις που διασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού και σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Αγαθά και υπηρεσίες: Η συμφωνία προβλέπει μηδενικούς δασμούς και μηδενικές ποσοστώσεις για όλα τα εμπορεύματα που πληρούν τους κανόνες προέλευσης (rules of origin). Oι κανόνες αυτοί καθορίζουν κατά πόσο οι πρώτες ύλες ενός προϊόντος (πχ. τα συστατικά ενός αυτοκινήτου) προέρχονται κατά πλειοψηφία από ένα κράτος μέρος της συμφωνίας – και άρα έχει κατασκευασθεί σε αυτό. H προέλευση μπορεί να αυτο-πιστοποιηθεί από την επιχείρηση, γεγονός που διευκολύνει το εμπόριο. Δεδομένου ωστόσο ότι μέχρι τώρα οι κανόνες προέλευσης ορίζονταν ενιαία από την ΕΕ, η αναμόρφωση του συστήματος θα απαιτήσει και περισσότερη γραφειοκρατία και νέες διαδικασίες για τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα όλες οι εισαγωγές θα υπόκεινται σε τελωνειακές διατυπώσεις και θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες που έχει θέσει το μέρος εισαγωγής, ενώ οι εισαγωγές στην ΕΕ πρέπει να πληρούν όλα τα πρότυπα της ΕΕ (ιδίως τις υγειονομικές και φυτουγειονομικές απαιτήσεις) και θα υπόκεινται σε ρυθμιστικούς ελέγχους και ελέγχους για λόγους ασφάλειας, υγείας ή άλλους σκοπούς δημόσιας πολιτικής.
Η συμφωνία επιτρέπει τόσο στην ΕΕ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο να θεσπίζουν δικούς τους κανόνες για τις γεωγραφικές ενδείξεις (δηλαδή τους κανόνες που έχουν στόχο να προστατεύσουν την ποιότητα και τη φήμη τροφίμων που παράγονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή) ενώ προβλέπει ένα μηχανισμό επανεξέτασης και συντονισμού των σχετικών κανόνων σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
H συμφωνία είναι λιγότερο γενναιόδωρη και προβλεπτική όσον αφορά τις υπηρεσίες: με την εγκατάλειψη της ενιαίας αγοράς και την επιμονή της ΕΕ στην ενότητα της ενιαίας αγοράς (που σημαίνει στην πράξη ότι εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν δεχόταν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν μπορούσε να απαιτήσει ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών) η Βρετανία έχασε πρόσβαση στην ΕΕ ως προς το εμπόριο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Περισσότερο από το 40% των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ είναι υπηρεσίες, και ο τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 80% της οικονομικής δραστηριότητας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η συμφωνία δεν προβλέπει κάτι σχετικά. Το λεγόμενο «passporting» δηλαδή το δικαίωμα μιας επιχείρησης που έχει άδεια άσκησης δραστηριότητας σε ένα κράτος μέλος της ενιαίας αγοράς να δραστηριοποιείται σε όλη την ενιαία αγορά καταργείται: οι επιχειρήσεις των δύο πλευρών πρέπει να ζητούν άδεια άσκησης της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
Βέβαια και η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση καταργείται για τις δύο πλευρές. Η συμφωνία προβλέπει μια διαδικασία διευκολύνσεων για τα σύντομα επαγγελματικά ταξίδια και την απόσπαση προσωπικού υψηλών προσόντων (highly-skilled employees). Ωστόσο η ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης πολιτών των δύο πλευρών για διάστημα άνω των 90 ημερών θα ρυθμίζεται εθνικά από το HB και (σε μεγάλο βαθμό και από τα κράτη μέλη της ΕΕ).
Η συμφωνία προβλέπει επίσης την πρόσβαση επιχειρήσεων από το ένα μέρος στις αγορές δημοσίων προμηθειών του άλλου για ορισμένες συμβάσεις προμηθειών.
Levelplayingfield: το θέμα του ισότιμου ανταγωνισμού ήταν κομβικό για την ΕΕ (και για πολλά κράτη μέλη) που φοβόταν ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την εθνική τους (νέα) νομοθεσία για να αποκτήσουν συγκριτικό εμπορικό πλεονέκτημα μειώνοντας τα υφιστάμενα επίπεδα προστασίας που εφάρμοζε η χώρα ως μέλος της ΕΕ.
Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το ενδεχόμενο απομάκρυνσης από την υφιστάμενη κατάσταση. Η Βρετανία δεν ήθελε επ’ ουδενί την λεγόμενη κανονιστική ευθυγράμμιση (regulatory alignment), δηλαδή να δεσμευθεί ότι θα ακολουθεί τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές επιλογές. Η δυνατότητα αλλαγής για παράδειγμα του επιπέδου των δασμών από τους Βρετανούς θα αλλάζει ριζικά την λειτουργία της συμφωνίας.
Η τελική συμφωνία προβλέπει ότι και οι δύο πλευρές δεσμεύονται να διασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού (level playing field) διατηρώντας υψηλά επίπεδα προστασίας σε τομείς όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, η φορολογική διαφάνεια και ιδίως οι κρατικές ενισχύσεις. Ταυτόχρονα δεσμεύονται σε αποτελεσματική επιβολή σε εθνικό επίπεδο (στην πράξη στο Η.Β.) των σχετικών κανόνων ισότιμου ανταγωνισμού, δεσμευτικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών και η δυνατότητα και των δύο μερών να λάβουν διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλουν αντίποινα. Σε περίπτωση που κάποιο μέρος αθετήσει αυτές τις πτυχές, τα άλλο μπορεί να επιβάλλει αντίποινα όχι μόνο στο συγκεκριμένο τομέα όπου υπήρξε η παραβίαση αλλά και σε άλλους τομείς της οικονομικής εταιρικής σχέσης σχεδόν αυτόματα.
Αλιεία: Το θέμα της αλιείας ήταν ιδιαίτερα προβεβλημένο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων γιατί η αλιεία ήταν ζωτικό θέμα για (μικρές αλλά ιδιαίτερα εξαρτημένες από την αλιεία και με σημαντική ικανότητα επηρεασμού της κοινής γνώμης) αλιευτικές κοινότητες τόσο στην ΕΕ (ιδίως Γαλλία, Δανία και Ισπανία) και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσο η χώρα ήταν μέλος της ΕΕ, η κοινή αλιευτική πολιτική ρύθμιζε την κατανομή των αλιευμάτων μεταξύ των στόλων των κρατών μελών ανεξάρτητα από τα χωρικά ύδατα στα οποία βρίσκονταν τα αλιεύματα. Τούτο παύει με την αποχώρηση της Βρετανίας. Τώρα οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα νέο πλαίσιο για την από κοινού διαχείριση των αλιευτικών αποθεμάτων στα ύδατα της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι σε θέση να αναπτύξει περαιτέρω τις βρετανικές αλιευτικές δραστηριότητες, ενώ οι δραστηριότητες και τα μέσα διαβίωσης των ευρωπαϊκών αλιευτικών κοινοτήτων θα διαφυλαχθούν για μια μεταβατική περίοδο και θα διατηρηθούν οι φυσικοί πόροι.
Το κείμενο προβλέπει μια μεταβατική περίοδο έως τον Ιούνιο του 2026 για τη μετάβαση από τις σημερινές ποσοστώσεις για την αλίευση στα ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου σε νέες. Τούτο παρέχει στην ΕΕ εγγυημένη πρόσβαση στα ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο οι δύο πλευρές συμφώνησαν (με αμοιβαίο συμβιβασμό) επίσης σε μείωση κατά 25% του μεριδίου των αλιευμάτων από σκάφη της ΕΕ στα ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου. Μετά τη μεταβατική περίοδο, θα διεξάγονται ετήσιες διαπραγματεύσεις και θα αποφασίζεται ο όγκος των αλιευμάτων που μπορεί να αλιεύει το ένα μέρος στα ύδατα του άλλου (στην πράξη ο στόλος της ΕΕ στα βρετανικά ύδατα).
Άλλοι τομείς: Όσον αφορά τις μεταφορές, η συμφωνία προβλέπει τη συνέχιση της αεροπορικής, οδικής, σιδηροδρομικής και θαλάσσιας συνδεσιμότητας, αν και η πρόσβαση στην αγορά είναι χαμηλότερη από αυτή που προσφέρει η ενιαία αγορά. Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις που διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός πραγματοποιείται επί ίσοις όροις, έτσι ώστε να μην υπονομεύονται τα δικαιώματα των επιβατών, τα δικαιώματα των εργαζομένων και η ασφάλεια των μεταφορών.
Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν εγγυήσεις για ελεύθερο και θεμιτό ανταγωνισμό στον τομέα της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων ασφαλείας για υπεράκτιες δραστηριότητες (κατά βάση στη Βόρειο Θάλασσα). Αν και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί πλέον μέρος της ενιαίας αγοράς, η συμφωνία διασφαλίζει ότι η ενέργεια θα συνεχίσει να κυκλοφορεί μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ μέσω της συνέχισης των διεθνών διασυνδέσεων μεταξύ δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου: τούτο θα επιτρέψει και στις δύο πλευρές να συνεχίσουν απρόσκοπτα το εμπόριο σε φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια σε πραγματικό χρόνο, να μοιράζονται τεχνολογία και να μπορούν ορισμένες εταιρείες ενέργειας να δραστηριοποιούνται και στις δύο αγορές.
Η συμφωνία δεσμεύει επίσης τις δύο πλευρές να συνεργαστούν για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μπορεί να ανασταλεί εάν κάποιο από τα μέρη παραβιάσει τις δεσμεύσεις του στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.
Η συμφωνία προβλέπει επίσης τη διασφάλιση του συνυπολογισμού ορισμένων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης των πολιτών από τις δύο πλευρές που θα αποκτηθούν (ιδίως εύκολη μεταφορά ασφαλιστικών δικαιωμάτων). Τα κεκτημένα πριν την αποχώρηση δικαιώματα ρυθμίζονται από τη συμφωνία αποχώρησης.
Στο κείμενο υπάρχει μια πρόβλεψη για τη συνέχιση της ροής των δεδομένων μέχρι ότου οι δύο πλευρές αποφασίσουν κατά πόσον οι κανόνες προστασίας δεδομένων του άλλου είναι αρκετά ισχυροί (adequacy) ώστε να επιτρέπουν τη μεταφορά δεδομένων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ (και ιδίως το αντίστροφο – οι ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων είναι η πιο πλήρης σε παγκόσμιο επίπεδο και αρχίζει και αποκτά χαρακτήρα οικουμενικής ρύθμισης). Ωστόσο αυτή η διάταξη είναι προσωρινή και δεν αναμένεται να διαρκέσει περισσότερο από 6 μήνες.
Τέλος, η συμφωνία επιτρέπει τη συνέχιση της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου σε ορισμένα προγράμματα της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 (με την επιφύλαξη της χρηματοδοτικής συνεισφοράς του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της ΕΕ). Το σημαντικότερο από αυτά είναι το «Horizon Europe». Ωστόσο η Βρετανία επέλεξε να μην μετάσχει στο Erasmus+ (η βρετανική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα δημιουργήσει ένα δικό της, διμερές, σχετικό πρόγραμμα).
Η απουσία σχετικής μνείας στη συμφωνία σημαίνει την κατάργηση της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων μεταξύ ΗΒ-ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι εφεξής (όχι για το παρελθόν) η διαδικασία αναγνώρισης των προσόντων αποφοίτων από τα βρετανικά πανεπιστήμια και για μας από τα λεγόμενα κολέγια (δηλαδή ιδιωτικές σχολές που έχουν συμφωνία σπουδών με βρετανικά πανεπιστήμια) δεν θα γίνεται αυτόματα, βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αλλά με απόφαση της κάθε εθνικής αρχής. Η συμφωνία προβλέπει ένα μελλοντικό και υποθετικό κείμενο για την αναγνώριση των προσόντων. Τα δίδακτρα των βρετανικών πανεπιστημίων θα αυξηθούν αλλά τούτο δεν σχετίζεται με την συμφωνία (που σημαίνει ότι μπορεί, εφόσον το θέλει η βρετανική κυβέρνηση, να αυξομειώσει τα δίδακτρα όπως κρίνει η ίδια).
Διακυβέρνηση (governance)
Για την ουσιαστική επιβολή όλων των πτυχών της συμφωνίας διαμορφώθηκε ένα οριζόντιο θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησής της. Δημιουργείται ένα κοινό όργανο, το Συμβούλιο Εταιρικής Σχέσης (PartnershipCouncil)για την αποτελεσματική διαχείριση της συμφωνίας. Στο Συμβούλιο προεδρεύουν ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας εκπρόσωπος (υπουργός) του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, αλλά μπορεί να συνεδριάζει συχνότερα κατόπιν αιτήματος είτε της ΕΕ είτε του Ηνωμένου Βασιλείου. Κάθε απόφαση λαμβάνεται με κοινή συναίνεση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το Συμβούλιο Εταιρικής Σχέσης επιβλέπει την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας. Οι δύο πλευρές μπορούν να παραπέμπουν στο Συμβούλιο Εταιρικής Σχέσης οποιοδήποτε θέμα που αφορά την εφαρμογή, την εκτέλεση και την ερμηνεία της συμφωνίας. Το Συμβούλιο επικουρείται από ειδικευμένες επιτροπές και σε ορισμένους τομείς από τεχνικές ομάδες εργασίας. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών για ένα θέμα, αρχικά τα δύο μέρη διαβουλεύονται καλή τη πίστει για να προσπαθήσουν να το επιλύσουν. Εάν εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες, η κάθε πλευρά μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ανεξάρτητου διαιτητικού δικαστηρίου που πρέπει να λάβει δεσμευτική απόφαση εντός καθορισμένου χρονικού πλαισίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν παίζει κανένα ρόλο στην επίλυση των σχετικών διαφορών, αδιαπραγμάτευτο αίτημα της βρετανικής πλευράς.
Η έναρξη ισχύος της συμφωνίας
Δεδομένου ότι η συμφωνία επιτεύχθηκε λίγες μέρες πριν λήξει η μεταβατική περίοδος στις σχέσεις της ΕΕ με τη Βρετανία, η επικύρωσή της δεν είναι εφικτή για την ΕΕ τουλάχιστον πριν την 1/1/2021. Για το λόγο αυτό εγκρίθηκε στις 28.12.2020 η προσωρινή εφαρμογή της (με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου) ενόψει της τυπικής επικύρωσής της πριν το τέλος Φεβρουαρίου 2021.
Η συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται ως συμφωνία μόνο για την ΕΕ, δεδομένου ότι καλύπτει τομείς που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης. Η Επιτροπή επέλεξε το άρθρο 217 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για τη σύναψη της συμφωνίας. Αν η άποψη αυτή γίνει δεκτή και από τα κράτη μέλη, η συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί με ομοφωνία στο Συμβούλιο και τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, χωρίς δηλαδή την εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων. Προφανώς θα εγκριθεί, ίσως και μέσα στο 2020 από το βρετανικό κοινοβούλιο.
Συμπεράσματα
Η συμφωνία καλύπτει αρκετούς τομείς συνεργασίας που ξεπερνούν κατά πολύ τις παραδοσιακές συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών. Από την άλλη ωστόσο δεν αποτελεί μια συνέχεια – με άλλο όνομα – της βρετανικής συμμετοχής στην ΕΕ. Η πολιτική επιλογή των Βρετανών ηγετών να αποκοπούν τελείως – θεσμικά και νομοθετικά – από την ΕΕ ωστόσο, περιόρισε σημαντικά την πιθανή εμβέλεια της συμφωνίας. Η συμφωνία διασφαλίζει την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς και το αδιαίρετο των τεσσάρων ελευθεριών (άνθρωποι, αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια) αδιαπραγμάτευτο αίτημα της ΕΕ, αλλά τούτο ταυτόχρονα σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείπει το σύστημα κοινών κανόνων, μηχανισμών εποπτείας και επιβολής που διέθετε η ΕΕ. Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να περηφανεύεται ότι για πολλά – όχι όλα – τα θέματα, η συμφωνία όντως δίνει στη Βρετανία τον έλεγχο στις αποφάσεις της: ο έλεγχος αυτός ωστόσο συνοδεύεται από περιορισμούς και προσκόμματα στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Στο φορτισμένο ωστόσο κλίμα του Μπρέξιτ, η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ βασικός παράγων: το Μπρέξιτ είχε περισσότερο ταυτοτική βάση – η αμφισβήτηση σχέσης με την Ευρώπη και γενικότερα της πορείας της χώρας και η αναπόληση του αυτοκρατορικού και παγκόσμιου ρόλου της χώρας έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο από την στάθμιση των οικονομικών συνεπειών της αποχώρησης. Η λογική της από κοινού άσκησης (pοοling) της κυριαρχίας ουδέποτε κέρδισε τη χώρα ή τουλάχιστον την ηγεσία της.
Η συμφωνία – που εγκρίθηκε σε χρόνο ρεκόρ για αντίστοιχη συμφωνία – έχει πολλά κενά και αφήνει πολλά ασαφή σημεία που ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα στο μέλλον.
Αυτό δεν είναι καινοφανές: όλες οι αντίστοιχες εμπορικές συμφωνίες κρίνονται καθ’ οδόν. Το βασικό της πλεονέκτημα ωστόσο είναι, όπως είπε και η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λαιεν, ότι επιτρέπει στους Ευρωπαίους μετά από σχεδόν πέντε χρόνια να αφήσουν πίσω τους το Μπρέξιτ. Και αυτό δεν είναι λίγο.