Του Κυριάκου Ρώσσιου
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Σουηδία και η Φινλανδία υπέβαλαν επίσημα αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη αυτή αλλάζει την αρχιτεκτονική της ασφαλείας στην Ευρώπη. Το παρόν άρθρο προσπαθεί να παρουσιάσει τις αιτίες, τις εσωτερικές διεργασίες και τις στρατηγικές συνέπειες της εξέλιξης αυτής.
Οι αιτίες
Η ουδετερότητα των δύο χωρών διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της πορείας του ΝΑΤΟ. Η Φινλανδία, η οποία παρέμενε ουδέτερη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκίνησε πρώτη τη δημόσια διαβούλευση για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Το ξέσπασμα του πολέμου ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στην αλλαγή των θέσεων τόσο των πολιτών όσο και των πολιτικών ιθυνόντων. Οι Φινλανδοί συνειδητοποίησαν ότι κινδύνευαν, έχοντας μνήμες από τη σοβιετική επίθεση του 1939.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φινλανδία «αποδέχθηκε» ένα ειδικό καθεστώς, διατηρώντας την εδαφική ακεραιότητά της, την ανεξαρτησία της και το δικό της οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Σε αντάλλαγμα ακολουθούσε μια πειθήνια στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και εξαναγκάστηκε να συντονίζεται με την εξωτερική πολιτική των Σοβιετικών και να ακολουθεί μία ρητή ουδετερότητα στις διεθνείς σχέσεις. Μέσω της «φινλανδοποίησης», όπως ονομάστηκε η συμπεριφορά αυτή στις διεθνείς σχέσεις, η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να επηρεάζει την εξωτερική αλλά και την εσωτερική πολιτική της χώρας.
Παρά την ουδετερότητά της ωστόσο η Φινλανδία συνέχισε να επενδύει στην άμυνά της έως και σήμερα. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, το φινλανδικό κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ ενώ το ποσοστό των πολιτών που υποστήριζαν την ένταξη εκτοξεύθηκε από το 20% στο 76%. Εν τέλει τόσο ο πρόεδρος, Sauli Niinistö, όσο και η πρωθυπουργός Sanna Marin τάχθηκαν επίσημα υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Η αλλαγή της στάσης της Φινλανδίας “μεταφέρθηκε” και στη Σουηδία. Η τελευταία παρέμεινε αδέσμευτη περισσότερο για ιδεολογικούς λόγους. Η γεωπολιτική θέση της και η επιτυχημένη πολυμερής και πολύπλευρη εξωτερική πολιτική της ευνόησαν την ανάπτυξη της σουηδικής ουδετερότητας. Πρωταρχικός στόχος της Σουηδίας ήταν αρχικά να αποφευχθεί μία πυρηνική σύγκρουση μεταξύ των υπερδυνάμεων. Η μεταπολεμική εξωτερική της πολιτική επικεντρώθηκε στον πολυμερή διάλογο και τον πυρηνικό αφοπλισμό και η χώρα δρούσε επί μακρόν ως μεσολαβητής στη διεθνή σκηνή. Μετά τη δεκαετία του 1960, η Σουηδία διατήρησε την αδέσμευτη στάση της κυρίως στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με σαφή ωστόσο διάθεση συνεργασίας με τη Δύση παρόλο που δεν υπήρχε μεγάλη υποστήριξη για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, ωστόσο, το μεγαλύτερο– και ταυτόχρονα κυβερνητικό – κόμμα της χώρας, οι Σοσιαλδημοκράτες, μεταστράφηκαν και τάχθηκαν υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η πρωθυπουργός της χώρας, Magdalena Andersson δήλωσε πώς ο κύριος στόχος της Στοκχόλμης είναι η ενίσχυση της ασφάλειας στη Βαλτική Θάλασσα. Αντίθετα με το στόχο αυτό παραμένουν τα κόμματα της Αριστεράς και των Πρασίνων και η απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει ένταξη στο ΝΑΤΟ δημιούργησε μια σειρά κομματικών αντιπαραθέσεων στο κοινοβούλιο, ενόψει και των επερχόμενων εθνικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2022.
Στη Σουηδία, βέβαια, η προοπτική της ένταξης είναι πιο περίπλοκη. Αν και το ποσοστό των πολιτών που επιθυμούν να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ αυξήθηκε μετά την έναρξη του πολέμου, δεν παρατηρήθηκε η ίδια δυναμική όπως στην περίπτωση της Φινλανδίας. Συγκεκριμένα στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2022 το ποσοστό όσων ήταν υπέρ μιας επικείμενης ένταξης αυξήθηκε μόλις 11%. Η διατήρηση της αδέσμευτης ταυτότητας αποτελεί σημαντικό παράγοντα του τρόπου σκέψης της σουηδικής κοινωνίας μέχρι και σήμερα.
Βέβαια, και οι δύο χώρες συνεργάζονται ήδη με το ΝΑΤΟ. Έχουν πραγματοποιήσει κοινές ασκήσεις και έχουν υποστηρίξει τη συμμαχία στην αποστολή της στο Αφγανιστάν. Ως εκ τούτου, όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg, οι δύο χώρες είναι ευπρόσδεκτες στη συμμαχία, και μάλιστα γρήγορα καθώς δεν προστατεύονται από εγγυήσεις αμοιβαίας ασφαλείας που προσφέρει το ΝΑΤΟ.
Οι διεθνείς επιπτώσεις
Ο αντίκτυπος της ένταξης των δύο χώρων έγκειται κυρίως στην αντίδραση της Μόσχας. Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Vladimir Putin έχει δηλώσει ότι η ένταξη δεν αποτελεί απειλή για τη χώρα, εάν το ΝΑΤΟ δεν αναπτύξει στρατιωτική παρουσία στις χώρες αυτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρωσική διπλωματία έχει αποκλίνει από τις προηγούμενες θέσεις της, καθώς αρχικά είχε υποστηρίξει ότι μια πιθανή προσχώρηση της Φινλανδίας ή ακόμη και της Σουηδίας θα είχε σοβαρές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάπτυξης πυρηνικών πυραύλων στην περιοχή της Βαλτικής.
Παρ’ όλα αυτά, ο Putin έχει κατηγορήσει αρκετές φορές τη Δύση ότι παρεμβαίνει στις υποθέσεις της Ουκρανίας, ενώ έχει δικαιολογήσει την εισβολή της Ρωσίας ως αναγκαστική επιλογή εξ αιτίας της επέκτασης των δυτικών δυνάμεων στην Ουκρανία. Η αλλαγή της στάσης των δύο χωρών θεωρείται ήττα για τη Μόσχα, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με την ένταξη στο ΝΑΤΟ των πρώην Ανατολικών χωρών.
Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων παραγόντων, καθιστούν απίθανη κάθε είδους στρατιωτική επίθεση κατά της Φινλανδίας ή της Σουηδίας, αν και οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι δυνατοί άλλοι τύποι υβριδικού πολέμου, όπως εκστρατείες παραπληροφόρησης ή κυβερνοεπιθέσεις.
Η ένταξη των δύο χωρών δεν φαίνεται να είναι τελείως ανέφελη. Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, αντιτίθεται στην ένταξη των χωρών αυτών και ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan έχει κατηγορήσει τις δύο χώρες ότι αρνούνται να εκδώσουν Κούρδους τρομοκράτες που καταζητούνται στη χώρα του και έχει δηλώσει ότι θα ασκήσει βέτο στην ένταξη των χωρών αυτών αν δεν λάβει ικανοποίηση στα (φανερά ή όχι) αιτήματά του.
Μετά την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, η συνεργασία μεταξύ των χωρών της Βαλτικής και των Σκανδιναβικών χωρών θα ενισχυθεί με κοινές δράσεις, ασκήσεις και μεγαλύτερο συντονισμό των εξωτερικών τους πολιτικών. Επίσης, τουλάχιστον η Σουηδία προτείνει την ενίσχυση της ασφάλειας του εναέριου χώρου, ειδικότερα μετά τις υπερπτήσεις ρωσικών δυνάμεων στο στρατηγικό νησί Γκότλναντ. Τέλος, οι συμμαχικές δυνάμεις θα διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών στην περιοχή της Βαλτικής.
Καθοριστικό λόγο στη καθοδήγηση των πολιτικών των χωρών διαδραμάτισε η κοινή γνώμη. Σε μεγάλο βαθμό, στην εσωτερική σουηδική και φινλανδική πολιτική λειτουργεί η λογική του «αν κάτι δεν σπάσει, μην το διορθώσεις»: στις χώρες αυτές, η πολιτική ασφαλείας δεν είχε λόγο να μεταβληθεί αν δεν παρουσιαζόταν σημαντικός λόγος. Επιπλέον μετά την έναρξη του πολέμου, η Ρωσία είχε απαιτήσει από το ΝΑΤΟ να σταματήσει την πολιτική διεύρυνσής του, συμπεριλαμβανομένων της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Για τους Φινλανδούς αυτό σήμαινε ένα πράγμα: εάν η Ρωσία αμφισβητεί το δικαίωμα της Φινλανδίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, δε θα υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη από το να το επιδιώξει. Τέλος, μετά το αίτημα των δύο χωρών περιορίζεται η δυνατότητα του Πούτιν να δημιουργήσει νέες σφαίρες επιρροής στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική.
Όσον αφορά τις πολιτικές συνέπειες της προσχώρησης των δύο κρατών στο ΝΑΤΟ, η κατάσταση δεν είναι σαφής. Μια επέκταση της στρατιωτικής συμμαχίας στην περιοχή, θα αποτελούσε περιττή πρόκληση ενισχύοντας τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία. Σίγουρα η επέκταση στρατιωτικών δραστηριοτήτων στην Βαλτική αποτελεί πρόβλημα για τους Ρώσους. Αν οι δύο χώρες εν τέλει ενταχθούν, τότε τους παρέχονται -για πρώτη φορά- στρατιωτικές εγγυήσεις από άλλα συμμαχικά κράτη. Επίσης, η Σουηδία έχει να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές επιφυλάξεις ενόψει των εκλογών. Η Magdalena Andersson κατάφερε μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματός της και να ευαισθητοποιήσει τη σουηδική κοινή γνώμη υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών και της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ. Ορισμένα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν την ένταξη της χώρας με την εισαγωγή μονομερών επιφυλάξεων για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων και μόνιμων βάσεων εντός της σουηδικής επικράτειας. Μετά την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη θα υπάρχουν τέσσερα ουδέτερα κράτη, η Αυστρία, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Μάλτα.
Για περαιτέρω πληροφορίες:
https://www.theguardian.com/world/2022/may/20/sweden-finland-separate-paths-to-nato
https://www.wsj.com/articles/sweden-finland-to-lodge-nato-bid-11652807054