Του Γιάννη Παπαγεωργίου
- Εισαγωγή
Στις 24 Ιουνίου 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση Dobbs, State Health
Officer of the Mississippi Department of Health, et al. v. Jackson Women’s Health Organization et al. (αριθμός πινακίου 19-1392, 597 U.S. ___ (2022) και εδώ η απόφαση https://supreme.justia.com/cases/federal/us/597/19-1392/case.pdf). Η μακρά αναμενόμενη απόφαση ανατρέπει τόσο την ιστορική απόφασή του στην υπόθεση Roe v. Wade του 1973 που αναγνώριζε ένα συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση μέσω ερμηνευτικής προσέγγισης της 14ης Τροποποίησης του αμερικανικού συντάγματος και της διευρυμένης ερμηνείας του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, όσο και τις διευκρινήσεις που το ίδιο Δικαστήριο είχε θέσει προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας του εμβρύου στην υπόθεση Planned Parenthood v. Casey του 1992.
Η απόφαση αυτή είναι ιστορικής σημασίας όχι μόνο γιατί καταργεί στην πράξη την συνταγματική κατοχύρωση της άμβλωσης στις ΗΠΑ και παραπέμπει τη ρύθμισή της στο πολιτειακό επίπεδο, αλλά και γιατί αναδεικνύει την πολιτική και αξιακή πόλωση στη χώρα. Το παρόν άρθρο προσπαθεί να εξηγήσει πώς προέκυψε ιστορικά η σύγκρουση αυτή και ιδίως την συνταγματική και νομική ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το ζήτημα στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
- Η ιστορία των αμβλώσεων στις ΗΠΑ
Η τεχνητή διακοπή της κύησης (άμβλωση), όπως και η αντισύλληψη, υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες σχεδόν από την αρχή της ιστορίας. Ιστορικά συνήθως δεν αντιμετωπιζόταν ως ποινική πράξη αλλά ως ιδιωτική δραστηριότητα. Στις ΗΠΑ, κατά την αποικιακή περίοδο, η υποβοηθούμενη διακοπή της κύησης, αρκετές φορές με τη χρήση βοτάνων που προκαλούσαν αποβολές ή άλλων μεθόδων χωρίς ιατρική επέμβαση, ήταν γνωστή και ανεκτή χωρίς να είναι κολάσιμη ποινικά, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες εμβρυϊκές κινήσεις (quickening). Από τον Εμφύλιο και μετά, ωστόσο, η συντονισμένη πίεση γιατρών και Καθολικής Εκκλησίας οδήγησε στη σταδιακή επιβολή, σχεδόν σε όλες τις πολιτείες, νόμων που απαγόρευσαν τις περισσότερες αμβλώσεις. Η απαγόρευση αυτή δεν έφερε βέβαια την διακοπή τους αλλά την μετατροπή τους σε κρυφή, υπόγεια και ως εκ τούτου περισσότερο επικίνδυνη δραστηριότητα: κατά τη δεκαετία του 1960 υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 15% της μητρικής θνησιμότητας στις ΗΠΑ οφειλόταν σε επιπλοκές από παράνομες αμβλώσεις.
Οι ΗΠΑ είναι ομοσπονδιακό κράτος όπου οι αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι συνταγματικά περιορισμένες: ό,τι ρητά δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της ομοσπονδίας παραμένει στις πολιτείες. Έτσι, έως τη δεκαετία του 1960, η νομιμοποίηση ή η απαγόρευση των αμβλώσεων ρυθμιζόταν αποκλειστικά σε επίπεδο πολιτειών, με το σκεπτικό ότι τόσο τα θέματα υγείας όσο και η ποινικοποίηση και κύρωση συγκεκριμένων πράξεων υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτειών, χωρίς εμπλοκή του ομοσπονδιακού επιπέδου.
Κατά τη δεκαετία του 1960 η ενδυνάμωση του φεμινιστικού κινήματος και το γενικότερο κοινωνικό αίτημα της εποχής για εμπέδωση των ατομικών ελευθεριών σε όλα τα επίπεδα γέννησε και ένα κίνημα υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων, και πάλι σε πολιτειακό επίπεδο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας αυτής, ορισμένες πολιτείες (Καλιφόρνια, Ουάσιγκτον κ.α.) είχαν νομιμοποιήσει την άμβλωση. Ταυτόχρονα, ενισχυόταν η πίεση για την ομοσπονδιακή αντιμετώπιση του θέματος και την μετατροπή του σε κατοχυρωμένο δικαίωμα της γυναίκας. Ωστόσο, 30 πολιτείες απαγόρευαν ολωσδιόλου την άμβλωση όταν προέκυψε, το 1973, η απόφαση ορόσημο του Ανώτατου Δικαστηρίου Roe v. Wade.
- Η 14η Τροποποίηση του Συντάγματος και η έννοια της «δέουσας διαδικασίας»
Τα ατομικά δικαιώματα στις ΗΠΑ κατοχυρώνονται τόσο στο ίδιο το Σύνταγμα του 1787 (ορισμένα) όσο και κυρίως με τις δέκα πρώτες τροποποιήσεις του Συντάγματος (το λεγόμενο Bill of Rights). Αρχικά η κατοχύρωση αυτή θεωρούνταν πως αφορούσε και δέσμευε μόνο την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σταδιακά – πάντα μέσω της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου – τα περισσότερα δικαιώματα, με τη λεγόμενη διαδικασία της ενσωμάτωσης, άρχισαν να απευθύνονται και να δεσμεύουν και τις πολιτείες. Τα δικαιώματα που προστατεύει το Bill of Rights είναι ρητά (η απαγόρευση της επιβολής κρατικής θρησκείας, η απαγόρευση των απάνθρωπων ποινών, το δικαίωμα σε ορκωτό δικαστήριο για τις ποινικές κατηγορίες κ.α.) ωστόσο το ίδιο το Bill of Rights αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλα ατομικά δικαιώματα που δεν ορίζει ρητά το σύνταγμα της χώρας αλλά δεν σημαίνει ότι δεν προστατεύονται απέναντι στο δυνάμει τυραννικό κράτος.
Η προστασία των «άρρητων» αυτών δικαιωμάτων εμπεδώθηκε με την 14η Τροποποίηση του Συντάγματος. Η Τροποποίηση αυτή εγκρίθηκε, το 1868, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο μαζί με μια σειρά άλλων συνταγματικών τροποποιήσεων και νόμων με στόχο την κατάργηση της δουλείας και την επιβολή της ισότητας όχι μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο αλλά και στις πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, η 14η Τροποποίηση κάλυψε πολλά θεμελιώδη θέματα (μεταξύ άλλων αναγνώρισε την αμερικανική ιθαγένεια σε όποιον έχει γεννηθεί στη χώρα, άρα και σε όλους τους πρώην δούλους). Το πρώτο τμήμα της που είχε την σημαντικότερη επίπτωση για το δικαίωμα στην άμβλωση προβλέπει ότι «καμία πολιτεία δεν στερεί από οποιονδήποτε τη ζωή, την ελευθερία ή την περιουσία του, χωρίς τη δέουσα διαδικασία του νόμου· ούτε αρνείται σε οποιονδήποτε εντός της δικαιοδοσίας της την ίση προστασία των νόμων».
Ο όρος «δέουσα διαδικασία» (due process) προέρχεται από το αγγλικό εθιμικό δίκαιο και εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τη Magna Charta το 1215 όταν ο μονάρχης, μεταξύ άλλων, δεσμεύτηκε ότι κανείς δεν θα φυλακίζεται ούτε θα τιμωρείται παρά μόνο «ύστερα από νόμιμη δίκη από τους συμπολίτες τους ή βάσει του νόμου της χώρας». Η έννοια και το περιεχόμενό της πέρασαν από το αγγλικό δίκαιο στην αμερικανική νομική κουλτούρα και αποτέλεσαν ένα από τα βασικά αιτήματα των αποίκων έναντι της αγγλικής διοίκησης.
Μετά την ανεξαρτησία, η τήρηση της δέουσας διαδικασίας συμπεριλήφθηκε στο Bill of Rights, στην Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος. Αρχικά επέβαλε στην αμερικανική κυβέρνηση την υποχρέωση να τηρεί τον νόμο και να παρέχει σε όλους δίκαιες διαδικασίες, με έμφαση στην απονομή της δικαιοσύνης στις ποινικές δίκες. Σταδιακά ωστόσο το περιεχόμενό της διευρύνθηκε και καλύπτει πέραν της αρχής της δίκαιης δίκης, και την υποχρέωση του κράτους να ακολουθεί σε κάθε δράση του που επηρεάζει τους πολίτες κανόνες και αρχές που έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία με σκοπό την εφαρμογή και προστασία των ατομικών ελευθεριών. Η «δέουσα διαδικασία» δεν επιβάλλει στο κράτος να νομοθετεί εξετάζοντας αν ένας νόμος σέβεται τη δέουσα διαδικασία – το Κογκρέσο είναι ελεύθερο να διατυπώσει τον νόμο όπως κρίνει. Ωστόσο, όταν μια κρατική αρχή βάσει του νόμου αυτού, και ασκώντας την εξουσία που της παρέχει ο νόμος, επεμβαίνει στη ζωή, την ασφάλεια ή την περιουσία ενός ιδιώτη, πρέπει να εξετάζει αν η δράση της αυτή τηρεί όχι μόνο τον νόμο αλλά και τις αναγνωρισμένες εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου αυτού.
Το παραπάνω εδάφιο της 14ης Τροποποίησης, γνωστό και ως Ρήτρα Δέουσας Διαδικασίας (Due Process Clause), επεξέτεινε την υποχρέωση της Πέμπτης Τροποποίησης – που αρχικά επέβαλε υποχρεώσεις μόνο στο ομοσπονδιακό κράτος – και στις πολιτείες. Επιπλέον και σταδιακά, μέσω της διασταλτικής ερμηνείας του από το Ανώτατο Δικαστήριο, το εδάφιο αυτό αποτέλεσε το συνταγματικό θεμέλιο νέων δικαιωμάτων που συμπεριλαμβάνουν και πολλά από τα πιο γνωστά αλλά και πιο αμφιλεγόμενα σήμερα.
Έτσι, κατά τον 20ο αιώνα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχεται ότι η 14η Τροποποίηση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία ευρεία διάταξη που προστατεύει αναπαλλοτρίωτα ατομικά δικαιώματα που ο νόμος δεν απονέμει ρητά αλλά απλώς αναγνωρίζει (does not confer but merely recognizes). Πάνω στην ερμηνεία αυτή το Δικαστήριο οικοδόμησε μία σειρά άλλων προστατευόμενων δικαιωμάτων τόσο έναντι του ομοσπονδιακού κράτους όσο και έναντι των πολιτειών που δεν αναφέρονται στο Σύνταγμα: μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ένα εγγενές δικαίωμα στην ιδιωτικότητα (privacy). Το δικαίωμα αυτό εκφράζεται πρακτικά σε πολλές σύγχρονες ατομικές ελευθερίες, μεταξύ αυτών το δικαίωμα στην αντισύλληψη, το δικαίωμα στην άμβλωση και το δικαίωμα στον γάμο ανεξαρτήτως φύλου. Η εφαρμογή της ερμηνείας αυτής σημαίνει ότι πολιτειακοί νόμοι, που, για παράδειγμα, απαγορεύουν την άμβλωση σε όλες τις γυναίκες πρέπει να ελέγχονται από την οπτική της δέουσας διαδικασίας για να διαπιστωθεί αν είναι επαρκώς τεκμηριωμένοι ώστε να επιβάλουν τόσο σοβαρό περιορισμό στο δικαίωμα της γυναίκας να διαχειρίζεται το σώμα της. Σε αυτή την θεμελιακή βάση στηρίχθηκε – και την επεξέτεινε – η απόφαση Roe v. Wade.
- Η άμβλωση ως ατομικό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και η υπόθεση Roe v. Wade
Η Norma McCorvey, που στην δικαστική διαδικασία έγινε γνωστή με το ψευδώνυμο Jane Roe, ήταν μία κοπέλα από το Τέξας που έμεινε έγκυος το 1969 ήθελε να διακόψει την κύησή της. Τούτο δεν επιτρεπόταν στο Τέξας, εκτός από συγκεκριμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Με τη συμβουλή των δικηγόρων της αμφισβήτησε την νομοθετική απαγόρευση των αμβλώσεων στο Τέξας και μετά από μακρά δικαστική πορεία, το 1973, η υπόθεσή της έφθασε στο Ανώτατο Δικαστήριο (στο μεταξύ, η Norma McCorvey, αναμένοντας την απόφαση, είχε γεννήσει το παιδί της και το είχε δώσει για υιοθεσία).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση μίας γυναίκας να προχωρήσει σε άμβλωση κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης υπάγεται στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας και προστατεύεται από τη δέουσα διαδικασία της 14ης Τροποποίησης. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει «ένα δικαίωμα στον προσωπικό ιδιωτικό χώρο ή μια εγγύηση για ορισμένους περιοχές ή ζώνες ιδιωτικότητας» που βρίσκουμε στην «παρασκιά» (penumbras) του Bill of Rights. Το δικαίωμα αυτό δεν αφορά όλα, αλλά μόνο εκείνα τα προσωπικά δικαιώματα που μπορεί να θεωρηθούν «θεμελιώδη» ή «υπονοούμενα στην έννοια της εύτακτης ελευθερίας». Η άμβλωση είναι ένα από αυτά:
Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή […] είναι αρκετά ευρύ ώστε να περιλαμβάνει την απόφαση μιας γυναίκας να τερματίσει ή όχι την εγκυμοσύνη της. Η βλάβη που θα επέφερε το κράτος στην έγκυο γυναίκα αρνούμενο εντελώς αυτή την επιλογή είναι προφανής. Ακόμη και στην πρώιμη φάση της εγκυμοσύνης μπορεί να υπάρξει ειδική και άμεση βλάβη ιατρικά διαγνωσμένη. Η μητρότητα ή τα επιπλέον τέκνα μπορεί να επιβάλουν στη γυναίκα μια θλιβερή ζωή και μέλλον. Η ψυχολογική βλάβη μπορεί να είναι άμεση. Η ψυχική και σωματική υγεία της μπορεί να επιβαρυνθεί με τη φροντίδα των παιδιών […] Όλα αυτά είναι παράγοντες που η γυναίκα και ο υπεύθυνος γιατρός της αναγκαστικά θα εξετάσουν από κοινού.
Η απόφαση διευκρίνισε ότι το δικαίωμα της γυναίκας δεν είναι απόλυτο. Το κράτος έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει για να προστατεύει την υγεία της μητέρας, τα ιατρικά πρότυπα ή την ζωή του εμβρύου και, μετά από κάποιο χρονικό σημείο της εγκυμοσύνης, το συμφέρον του κράτους υπερτερεί του δικαιώματος της γυναίκας. Η απόφαση έθεσε τρία χρονικά ορόσημα στην διάρκεια μίας κανονικής εγκυμοσύνης. Κατά το πρώτο τρίμηνο, η απόφαση για την άμβλωση ανήκει στην γυναίκα και η πραγματοποίησή της πρέπει να αφήνεται στην ιατρική κρίση του θεράποντος ιατρού της. Κατά το δεύτερο τρίμηνο, το κράτος μπορεί να παρέμβει και να ρυθμίζει τη διαδικασία άμβλωσης κυρίως για να προστατεύσει την υγεία της μητέρας. Τέλος, κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης το κράτος μπορεί να ρυθμίζει τη διαδικασία άμβλωσης με στόχο την προστασία του βιώσιμου πλέον εμβρύου ή και να την απαγορεύει πλήρως.
Η απόφαση διακήρυξε έτσι ότι το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα στην άμβλωση πριν το όριο επιβίωσης του εμβρύου και κατέστησε αντισυνταγματικούς όλους τους πολιτειακούς νόμους που απαγόρευαν το δικαίωμα αυτό εφόσον ήταν αυστηρότεροι από τα όρια που επέτρεπε η απόφαση. Σε μεταγενέστερες αποφάσεις του, ιδίως την Planned Parenthood of Southeastern Pennsylvania v. Casey (1993), το Δικαστήριο διευκρίνισε το πλαίσιο νομιμότητας των αμβλώσεων και άλλαξε την «τρίμηνη» κατάτμηση της ευθύνης προς όφελος του λεγόμενου «ορίου βιωσιμότητας» του εμβρύου και επέτρεψε περιορισμούς στο δικαίωμα στην άμβλωση εφόσον δεν επιβάλλουν «αδικαιολόγητο βάρος» (undue burden) στην έγκυο.
- Η άμβλωση ως πολιτικό ζήτημα
Σε όλο τον κόσμο, το θέμα των αμβλώσεων αποτελεί ένα ευαίσθητο και αμφιλεγόμενο ηθικό ζήτημα που διχάζει άτομα, οικογένειες και επιστήμονες. Επειδή συνδέεται και με προσωπική συνείδηση και την αντίληψη του καθενός για το θεμιτό και το αθέμιτο, συχνά προκαλεί σοβαρά προσωπικά και συλλογικά διλήμματα: πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα θεωρούν ότι η άμβλωση συνιστά φόνο εγκεκριμένο από την κοινωνία, ενώ για άλλους αποτελεί ένδειξη του βαθμού της ελευθερίας της γυναίκας να διαχειρίζεται το σώμα της. Αντίστοιχη αντιπαράθεση για τη φύση και τη νομιμότητα των αμβλώσεων υπήρχε εξ αρχής και στις ΗΠΑ: ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ιδίως θρησκευόμενοι Καθολικοί και Ευαγγελικοί Προτεστάντες, θεωρούν την άμβλωση ως εμβρυοκτονία που πρέπει να απαγορεύεται. Για πολλούς άλλους, αποτελεί ένα προσωπικό δικαίωμα της γυναίκας στο οποίο κανείς τρίτος, ιδίως το κράτος, δεν έχει λόγο και δεν πρέπει να παρέμβει.
Οι απόψεις αυτές υπήρχαν προφανώς και πριν την απόφαση Roe v. Wade. Η νομιμοποίηση των αμβλώσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ωστόσο, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τις θέσεις των δύο πλευρών που αυτοχαρακτηρίζονται στις ΗΠΑ ως pro-life (οι υπέρμαχοι της απαγόρευσης των αμβλώσεων και της διαφύλαξης της ζωής του εμβρύου) και pro-choice (όσοι υποστηρίζουν το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέγει ή όχι την άμβλωση). Παρόλο που κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είναι απολύτως συμπαγές (πολλοί αρνητές των αμβλώσεων την δέχονται για ειδικές περιπτώσεις, όπως τον βιασμό ή τον κίνδυνο ζωής της μητέρας, ενώ οι περισσότεροι υπέρμαχοί της είναι αντίθετοι με την λεγόμενη partial-birth abortion, δηλαδή την άμβλωση μέσω της πρόκλησης τοκετού σε προχωρημένες κυήσεις), η αντιπαράθεση των δύο πλευρών είναι σε μεγάλο βαθμό οριοθετημένη και σταδιακά απέκτησε ιδεολογικά και κομματικά χαρακτηριστικά. Η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων, ιδίως στις πολιτείες του Νότου αντιτίθενται σχεδόν ολοκληρωτικά στις αμβλώσεις και οι περισσότεροι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν την διατήρηση του νόμιμου χαρακτήρα τους. Σε αρκετές πολιτείες το θέμα των αμβλώσεων μετατράπηκε έτσι σε πολιτικό ζήτημα.
Από την αρχή, η απόφαση Roe v. Wade αποτέλεσε βασικό στόχο των συντηρητικών κύκλων στη χώρα που θεωρούσαν την απόφαση ανήθικη γιατί νομιμοποιεί τον φόνο εμβρύων. Ταυτόχρονα, πολλοί συνταγματολόγοι, όχι μόνο συντηρητικοί, την επέκριναν ως νομικά προβληματική ή και καταφανώς αντισυνταγματική ( ο δικαστής Alito την χαρακτηρίζει ως «σκανδαλωδώς εσφαλμένη» (egregiously wrong). Η άποψη αυτή θεωρεί ότι η απόφαση είναι εμβληματική του ακτιβισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου που ξεπερνά τα όρια αρμοδιότητας των δικαστών και χρησιμοποιεί μία «ακραία» ερμηνεία του συντάγματος για να ασκήσει νομοθετική εξουσία και να επιβάλλει δικαιώματα εκεί που δεν υπάρχουν. Η πλευρά αυτή επέμενε ότι το θέμα της άμβλωσης πρέπει να αντιμετωπίζεται νομοθετικά σε επίπεδο κάθε πολιτείας χωριστά ή να λυθεί με την κατοχύρωση ενός συνταγματικού δικαιώματος στην άμβλωση με τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Η αντιπαράθεση μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων των αμβλώσεων δεν είναι μόνο λεκτική: μεταξύ 1977-2015, 11 άτομα (γιατροί, υπάλληλοι ή εθελοντές σε κλινικές αμβλώσεων) δολοφονήθηκαν και 26 τραυματίστηκαν σε ένοπλες επιθέσεις από αντιπάλους των αμβλώσεων. Ήδη πριν την τωρινή απόφαση, σε αρκετές πολιτείες, κανονιστικοί περιορισμοί αλλά και η κοινωνική πίεση περιόριζαν σημαντικά τον αριθμό των κλινικών που παρέχουν υπηρεσίες άμβλωσης. Η πολιτική μάχη κατά των αμβλώσεων είχε και διεθνείς επιπτώσεις: οι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι μετά τον Reagan έως και τον Trump εφάρμοσαν τον λεγόμενο Global gag rule (παγκόσμιο κανόνα φίμωσης) που απαγόρευε σε αμερικανικές ή και ξένες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνταν με την αναπαραγωγική υγεία ή τον οικογενειακό προγραμματισμό σε τρίτες χώρες να προσφέρουν ενημερωτικό υλικό για τις αμβλώσεις ή να διεξάγουν αμβλώσεις, αν ήθελαν να συνεχίσουν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από την αμερικανική υπηρεσία αναπτυξιακής βοήθειας (USAID).
Σταδιακά, η ανατροπή της απόφασης μετατράπηκε σε κεντρικό πολιτικό στόχο για μια μερίδα συντηρητικών Ρεπουμπλικάνων που επηρέασαν και την ηγεσία του κόμματος. Ο στόχος αυτός ήταν άλλωστε και ένας βασικός λόγος για την επιλογή συντηρητικών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο: η λυδία λίθος στην επιλογή των υποψήφιων για τις κενές θέσεις δικαστών ήταν η διαθεσιμότητά τους να αλλάξουν την απόφαση Roe v. Wade. Ο Donald Trump πριν τις εκλογές του 2016 είχε δηλώσει στο προεκλογικό debate με τη Hillary Clinton ότι θα «διόριζε δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο που θα ανέτρεπαν την απόφαση Roe v. Wade». Ο διορισμός από τον Trump, ως πρόεδρο της χώρας, τριών συντηρητικών δικαστών, μεταξύ 2017-20, άλλαξε τις εύθραυστες ισορροπίες στο εσωτερικό του Δικαστηρίου: η απόφαση Dobbs διαμόρφωσε μία πλειοψηφία έξι δικαστών που δεν δίστασαν να ανατρέψουν την νομολογιακή κατοχύρωση του ομοσπονδιακού δικαιώματος στις αμβλώσεις.
- Η απόφαση Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization
Η υπόθεση Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization αφορά πολιτειακό νόμο του 2018 στην πολιτεία του Μισισιπή που, με ορισμένες εξαιρέσεις, απαγορεύει τις αμβλώσεις μετά την 15η εβδομάδα κύησης. Ο νόμος δεν είχε τεθεί σε ισχύ μετά από αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων και σταδιακά κατέληξε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Οι δικηγόροι της πολιτείας ενώ αρχικά προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το ζήτημα δεν αφορούσε την ανατροπή της απόφασης Roe v. Wade, αργότερα, και μετά την αλλαγή των ισορροπιών στο Δικαστήριο άδραξαν την ευκαιρία να ζητήσουν από το τελευταίο να αντιμετωπίσει ευθέως και να καταργήσει το νομικό προηγούμενο. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δέχθηκε την πρόκληση και, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, προχώρησε παραπέρα.
Παρόλο που το άρθρο αυτό δεν μπορεί να αναλύσει τις 76 σελίδες της απόφασης που συντάχθηκε από τον δικαστή Alito, διαχρονικό αντίπαλο της απόφασης Roe, τρεις γνώμες της πλειοψηφίας (των δικαστών Thomas, Kavanaugh και του Αρχιδικαστή Roberts) ή τις 66 σελίδες της γνώμης των τριών δικαστών της μειοψηφίας, είναι σημαντικό να αναφερθούν τα βασικά σημεία πάνω στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση – και ιδίως τις συνέπειές τους.
Η απόφαση επισημαίνει ότι «το Σύνταγμα δεν κάνει καμία αναφορά στην άμβλωση και κανένα τέτοιο δικαίωμα δεν προστατεύεται σιωπηρά από οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη», συμπεριλαμβανομένης και της Ρήτρας Δέουσας Διαδικασίας. Η τελευταία εγγυάται «ορισμένα δικαιώματα που δεν αναφέρονται στο Σύνταγμα», αλλά κάθε τέτοιο δικαίωμα πρέπει να είναι «βαθιά ριζωμένο στην ιστορία και την παράδοση» του αμερικανικού έθνους και «υποδηλούμενο στην έννοια της εύτακτης ελευθερίας» (ordered liberty) που θεσπίζει το Σύνταγμα. Η απόφαση αρνείται ότι η άμβλωση υπάγεται σε αυτή την κατηγορία, επικαλούμενη τη διαφορετική αντιμετώπισή της από τις πολιτείες έως το 1973 και δηλώνει ότι ή άμβλωση ποτέ δεν υπήρξε «βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την παράδοση» της αμερικανικής κοινωνίας.
Επιπρόσθετα η απόφαση αρνείται ότι η άμβλωση είναι αναπόσπαστο τμήμα ενός ευρύτερα εδραιωμένου δικαιώματος στην ιδιωτικότητα ή στην ελευθερία των ατόμων να κάνουν «ενδόμυχες και προσωπικές επιλογές» που είναι «κεντρικές για την προσωπική αξιοπρέπεια και αυτονομία» τους. Για το Δικαστήριο, τέτοιου είδους γενικόλογες δηλώσεις δεν μπορούν να θεμελιωθούν ούτε στο Σύνταγμα ούτε σε προηγούμενες αποφάσεις γιατί το Σύνταγμα σιωπά σχετικά και οι προηγούμενες αποφάσεις δεν συνάδουν με τα ζητήματα που θέτει το επίδικο ζήτημα.
Η απόφαση υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο δεν έχει άποψη για το πότε το έμβρυο αποκτά (και ποια) από τα δικαιώματα που απολαύει ένα πρόσωπο μετά τη γέννηση. Αντίθετα μάλιστα κατηγορεί την μειοψηφία ότι η απόφαση Roe «επέβαλε στο λαό μία συγκεκριμένη θεωρία για το πότε εκκινούν τα δικαιώματα των προσώπων» και τονίζει ότι «ούτε το Σύνταγμα ούτε οι νομικές παραδόσεις» του αμερικανικού έθνους εξουσιοδοτούν το Δικαστήριο να υιοθετήσει μία τέτοια θεωρία για τη ζωή.
Ο δικαστής Alito – και η πλειοψηφία του Δικαστηρίου μαζί του – επιχειρηματολογεί κατά του δικαστικού ακτιβισμού του Δικαστηρίου στην απόφαση Roe (που περιγράφει ως «ωμή δικαστική εξουσία») και τονίζει ότι με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο «βραχυκύκλωσε τη δημοκρατική διαδικασία, αποκλείοντας από αυτή τον μεγάλο αριθμό Αμερικανών που διαφωνούσαν πλήρως με την απόφαση Roe”. Συμπυκνώνοντας το σκεπτικό της, η απόφαση καταλήγει ότι:
«Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει στους πολίτες κάθε πολιτείας να ρυθμίζουν ή να απαγορεύουν την άμβλωση. [Οι αποφάσεις] Roe and Casey σφετερίστηκαν («arrogated») την εξουσία αυτή. Τώρα ανατρέπουμε τις αποφάσεις εκείνες και επιστρέφουμε αυτή την εξουσία στον λαό και τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους».
Η απόφαση Dobbs είναι ενδεικτική όχι μόνο του υπερσυντηρητικού χαρακτήρα των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου και της αυξημένης πόλωσης που το θέμα αυτό γεννά στην αμερικανική πολιτική και κοινωνία. Καταδεικνύει και την πλήρη ανατροπή των θέσεων του Δικαστηρίου για την μέχρι τώρα ερμηνεία του Συντάγματος από το Δικαστήριο. Η γνώμη του δικαστή Clarence Thomas είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Ο αρχαιότερος και πιο συντηρητικός δικαστής αμφισβητεί στην σύμφωνη γνώμη του με την απόφαση ότι η Ρήτρα Δέουσας Διαδικασίας περιλαμβάνει και προστατεύει ουσιαστικά, και όχι μόνο δικονομικά δικαιώματα. Ρητά αναφέρει κομβικές αποφάσεις του Δικαστηρίου που στηρίχθηκαν στην ερμηνεία αυτή: την απόφαση Griswold v. Connecticut για το δικαίωμα των έγγαμων ζευγαριών να χρησιμοποιούν αντισύλληψη, την απόφαση Lawrence v. Texas για το δικαίωμα σύναψης συναινετικών σεξουαλικών σχέσεων και την απόφαση Obergefell v. Hodges για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Ο δικαστής αναφέρει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν επίδικες αλλά «σε μελλοντικές υποθέσεις θα πρέπει να επανεξετάσουμε όλες τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου σε θέματα ουσιαστικών δικαιωμάτων μέσω της δέουσας διαδικασίας». Η άποψη του Thomas ότι η χρήση της 14ης Τροποποίησης για την αναγνώριση ουσιαστικών δικαιωμάτων είναι «πλάσμα δικαίου» (a legal fiction) είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η Τροποποίηση αυτή χρησιμοποιήθηκε, διαχρονικά, για να ενισχύσει την προστασία σύγχρονων ατομικών ελευθεριών. Η μετά-Roe συντηρητική πλειοψηφία του Δικαστηρίου φαίνεται ότι δεν αρκείται στην ανατροπή της νομολογίας για την άμβλωση αλλά επιδιώκει και την επιστροφή σε μία συσταλτική ανάγνωση του συντάγματος: όπως καταλήγει ο Thomas «οφείλουμε να ακολουθούμε το κείμενο του συντάγματος που θέτει ορισμένα ουσιαστικά δικαιώματα που δεν μπορούν να αφαιρεθούν και, πέραν αυτών, προσθέτει ένα δικαίωμα στη δίκαιη διαδικασία όταν αφαιρείται η ζωή, η ελευθερία ή η ιδιοκτησία».
Η άποψη της μειοψηφίας (δικαστές Breyer, Sotomayor και Kagan) αναγνωρίζει τον κίνδυνο αυτό και περιγράφει ένα σκοτεινό τοπίο των αμβλώσεων στη χώρα μετά την απόφαση αυτή, με πολιτείες που ενδέχεται να απαγορεύσουν πλήρως την άμβλωση ή και να τιμωρήσουν γυναίκες που θέλουν να ταξιδέψουν σε άλλη πολιτεία για να κάνουν άμβλωση. Θυμίζει ότι «το δικαίωμα στην διακοπή της κύησης γεννήθηκε προέκυψε κατευθείαν από το δικαίωμα αγοράς και χρήσης αντισύλληψης» ως «τμήμα του ίδιου συνταγματικού ιστού που προστατεύει την αυτονομία που κάποιος διαθέτει για να λάβει τις πιο προσωπικές αποφάσεις της ζωής του». Προειδοποιεί ότι η αφαίρεση κάθε μορφής συνταγματικής προστασίας της γυναίκας στο σώμα της θα έχει ευρείες επιπτώσεις στα ατομικά δικαιώματα συνολικά: «η πλειοψηφία [του Δικαστηρίου] επιτρέπει στις πολιτείες να απαγορεύσουν την άμβλωση ήδη από τη στιγμή της σύλληψης, επειδή δεν πιστεύει καθόλου ότι ο εξαναγκαστικός τοκετός εμπλέκει τα δικαιώματα μιας γυναίκας στην ισότητα και την ελευθερία» και «δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι συνταγματικής σημασίας που να συνδέεται με τον έλεγχο του σώματός της από μια γυναίκα και την πορεία της ζωής της».
Η μειοψηφία επαναφέρει την στέρεη νομική άποψη του συντάγματος ως ενός εξελισσόμενου κειμένου θυμίζοντας ότι το 1868, όταν εγκρίθηκε η 14η Τροποποίηση, οι γυναίκες δεν είχαν καν το δικαίωμα ψήφου και ότι «οι άνδρες που επικύρωσαν την Τροποποίηση και συνέταξαν τους πολιτειακούς νόμους της εποχής δεν θεωρούσαν τις γυναίκες ως πλήρεις και ισότιμους πολίτες» αλλά υπογραμμίζουν πως οι ίδιοι οι συντάκτες της όσο και οι συντάκτες του Συντάγματος το 1787 «αναγνώριζαν την ανάγκη επέκτασης της συνταγματικής σφαίρας της ελευθερίας και σε προηγουμένως αποκλεισμένες ομάδες» και για το λόγο αυτό «διατύπωναν τα δικαιώματα αυτά σε γενικούς όρους, ώστε να επιτρέπουν την μελλοντική εξέλιξη του πεδίου εφαρμογής και του περιεχομένου τους».
Ενώπιον της αλλαγής αυτής, η (σύμφωνη) γνώμη του Αρχιδικαστή John Roberts προσπαθεί να μετριάσει τις επιπτώσεις της απόφασης. Ο συντηρητικός πρόεδρος του Δικαστηρίου στη γνώμη του επικαλείται το γεγονός ότι η απόφαση αφορά μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση της πολιτείας του Μισισιπή και ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να διατυπώσει διαφορετική άποψη αν η απαγόρευση των αμβλώσεων ήταν ολοσχερής. Ωστόσο το γεγονός ότι πέντε (η πλειοψηφία δηλαδή) δικαστές δεν συμμερίζονται την συσταλτική ανάγνωση της απόφασης από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου καταδεικνύει πόσο περισσότερο συντηρητικό είνα σήμερα το Δικαστήριο σε σχέση με την κατάσταση τρία ή τέσσερα χρόνια πριν. Ο Αρχιδικαστής Roberts φαίνεται να μην μπορεί πλέον να ελέγξει το Δικαστήριό του που ενδέχεται με μία πλειοψηφία 5-4 στην καλύτερη περίπτωση να ανατρέψει πολλές άλλες βασικές κατακτήσεις των ατομικών ελευθεριών.
- Συμπεράσματα: more to come?
Η ανατροπή του Roe v. Wade οδήγησε ήδη στην επαναφορά παλαιών ή έγκριση νέων νόμων κατά των αμβλώσεων: 13 πολιτείες έχουν ήδη εγκρίνει trigger bans (νόμους που απαγορεύουν την άμβλωση που ισχύουν μόλις τεθεί σε ισχύ η απόφαση Dobbs και ήδη 8 Ρεπουμπλικανικές πολιτείες εφαρμόζουν σχετικούς νόμους.
Το θέμα των αμβλώσεων είναι ενδεικτικό όχι μόνο των τελείως διαφορετικών φιλοσοφιών στις ΗΠΑ – στο κάτω κάτω, παντού στον κόσμο οι αμβλώσεις αποτελούν ένα αμφιλεγόμενο ευαίσθητο και προσωπικό θέμα που εμπλέκει και φέρνει σε αντιπαράθεση θρησκευτικές πεποιθήσεις, πολιτισμικές αντιλήψεις, πολιτικές απόψεις και ιατρικές τοποθετήσεις. Η ιδιαιτερότητα του θέματος στις ΗΠΑ έγκειται αφενός στην κομματικοποίηση του θέματος και αφετέρου στην συνταγματική του παράμετρο. Σε όλες τις χώρες, η θέση για τις αμβλώσεις αντικατοπτρίζει τη γενικότερη συντηρητική η φιλελεύθερη πολιτική τοποθέτηση των πολιτών. Ωστόσο δεν υπάρχει άλλη περίπτωση όπου το θέμα αυτό αποτελεί καθοριστικό σημείο σύγκρουσης των δύο κυριότερων πολιτικών κομμάτων. Παράλληλα, η διένεξη για τις αμβλώσεις στη χώρα αποτελεί παράδειγμα σύγκρουσης των συνταγματικών θεωριών για τα ατομικά δικαιώματα ανάμεσα στη θεωρία του εξελικτικού χαρακτήρα του Συντάγματος και την πρωτοτυπική και κειμενική ερμηνεία του.
Είναι γεγονός ότι η αναγνώριση στο Σύνταγμα δικαιωμάτων που δεν περιγράφονται σε αυτό με μία διασταλτική ερμηνεία της ρήτρας της Δέουσας Διαδικασίας δεν αποτελεί τον ενδεδειγμένο τρόπο διεύρυνσης των ατομικών δικαιωμάτων: η νομοθετική ή και συνταγματική ρύθμιση θα ήταν πολύ πιο ευθεία και απλή διαδικασία. Ωστόσο αυτή η οδός που θα ήταν η πιο λογική σε άλλα πολιτικά συμφραζόμενα είναι κλειστή για τις ΗΠΑ. Η κομματική και ιδεολογική πόλωση και οι περιορισμένες εξουσίες του ομοσπονδιακού κράτους εμποδίζουν την νομοθετική – ακόμα περισσότερο την συνταγματική – ρύθμιση του θέματος. Το φθινόπωρο του 2021 η Δημοκρατική Βουλή των Αντιπροσώπων, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει την νομοθεσία του Τέξας κατά των αμβλώσεων, ψήφισε ένα νόμο (Women’s Health Protection Act) ο οποίος προστατεύει το ομοσπονδιακό δικαίωμα στην άμβλωση. Ωστόσο, η Γερουσία καταψήφισε την πρόταση αυτή τον Φεβρουάριο του 2022 και είναι απίθανο να περάσει διακομματικά άλλος σχετικός νόμος με δεδομένη την κομματικοποίηση του θέματος. Επιπλέον είναι εξαιρετικά πιθανό ένας τέτοιος νόμος να κριθεί αντισυνταγματικός από το Ανώτατο Δικαστήριο καθότι ξεπερνά τις ομοσπονδιακές εξουσίες ενώ κάθε νομοθετική ρύθμιση της άμβλωσης από το Κογκρέσο αποτελεί σε κάθε περίπτωση δίκοπο μαχαίρι. Μία μελλοντική πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να απαγορεύσει ολοσχερώς την πρόσβαση στην άμβλωση.
Η διαίρεση της αμερικανικής κοινωνίας στο θέμα των αμβλώσεων, ωστόσο, είναι λιγότερο ισομερής μεταξύ των Αμερικανών. Στις δημοσκοπήσεις ιστορικά, μία πλειοψηφία των πολιτών υποστηρίζει ότι η άμβλωση πρέπει να είναι νόμιμη πάντα ή σε ορισμένες περιπτώσεις: σε έρευνα της Gallup τον Μάιο του 2021, 32% των Αμερικανών θεωρούσαν ότι η άμβλωση πρέπει να είναι νόμιμη πάντα, 48% σε ορισμένες περιπτώσεις και 19% ποτέ. Στην ίδια έρευνα 32% των ερωτώμενων επιθυμούν το Ανώτατο Δικαστήριο να ανατρέψει την απόφαση Roe v. Wade με το 58% να προτιμά την διαφύλαξή του. Τα ποσοστά υπέρ των αμβλώσεων αυξήθηκαν τον τελευταίο καιρό ενόσω διαφαινόταν η θέση του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά.
To 1982 η Mary Segers (1982, 27) εξηγώντας γιατί δεν είναι σκόπιμο το Κογκρέσο να νομοθετήσει για το θέμα των αμβλώσεων (σε σχέση με τότε συντηρητικές προτάσεις για νομοθετική ανατροπή της απόφασης Roe v. Wade) είναι δηλώσει πως «το βάθος των διαφορών μεταξύ των υπέρμαχων και των αντίπαλων των αμβλώσεων και το ασυμβίβαστο των προσεγγίσεών τους σημαίνει ότι οι αντιπαραθέσεις στην πολιτική των αμβλώσεων θα αργήσουν να εξαφανιστούν». Σαράντα χρόνια μετά, οι θέσεις των δύο όχι μόνο δεν προσέγγισαν αλλά απομακρύνθηκαν περισσότερο και εντάχθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο του νέου αμερικανικού αξιακού και πολιτικού διχασμού.