Του Χρήστου Τζάγκα
Το τελευταίο διάστημα η Βενεζουέλα βιώνει μια συνεχή και επιδεινούμενη ανθρωπιστική κρίση που ταυτόχρονα είναι και πολιτική. Το 2013, μετά τον θάνατο του προέδρου της χώρας Ούγκο Τσάβες ο οποίος κυβερνούσε την Βενεζουέλα επί 14 χρόνια επικεφαλής της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο τότε αντιπρόεδρος Νικολάς Μαδούρο έπειτα από εκλογές στις οποίες επικράτησε έναντι του τωρινού ηγέτη της αντιπολίτευσης, Ενρίκε Καπρίλες.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η τιμή του πετρελαίου έχει υποχωρήσει σημαντικά (τον Σεπτέμβριο του 2016 βρισκόταν στα 24 δολάρια το βαρέλι, μια απο τις χαμηλότερες τιμές την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2014 οι τιμές κυμαίνονταν στα 100 δολάρια το βαρέλι), με αποτέλεσμα η χώρα να εισέλθει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και σε οικονομική ύφεση. Βέβαια, αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση Μαδούρο αποδίδει την οικονομική κρίση στην πτώση των τιμών του πετρελαίου, αντίθετα, η αντιπολίτευση θεωρεί την κρίση ως αποτέλεσμα των καταστροφικών, κατ’αυτήν, πολιτικών που ακολούθησαν για χρόνια οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις αλλά και στον αυταρχισμό και συγκεντρωτισμό που επιδείκνυαν. Σε κάθε περίπτωση, το ΑΕΠ της χώρας (το οποίο συνολικά ανέρχεται στα 353 δις δολάρια) συρρικνώθηκε κατά 5,7% σε σχέση με το 2015 ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 700% μέσα στο 2016.
Οι επιπτώσεις στην οικονομία έχουν προφανείς συνέπειες και στην κοινωνία καθώς το 76% του πληθυσμού, με βάση μελέτη τριών πανεπιστημίων στο Καράκας, βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε όλα σχεδόν τα βασικά αγαθά και είδη πρώτης ανάγκης. Παράλληλα, η διακοπή παροχής ρεύματος και νερού αποτελεί το τελευταίο διάστημα μόνιμο πλέον φαινόμενο, τον τελευταίο χρόνο. Η κυβέρνηση Μαδούρο προσπαθεί και με την βοήθεια του στρατού να διανείμει τρόφιμα στους πολίτες ανεπιτυχώς ωστόσο για όλους τους κατοίκους της χώρας. Μέσα σε αυτό το κλίμα συντελούνται, σχεδόν σε καθημερινή βάση, διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις των πολιτών της χώρας οι οποίοι διαμαρτύρονται, θεωρώντας ως κύρια υπαίτια για αυτήν την κατάσταση την κυβέρνηση.
Ο πρόεδρος Μαδούρο δέχεται κριτική και από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του και σε περιοχές που αποτελούσαν προπύργια του «τσαβισμού» και γενικά της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Επιπλέον, το κλίμα δυσφορίας και αγανάκτησης μεγαλώνει ειδικά μετά και τις συλλήψεις πολιτικών και ακτιβιστών της αντιπολίτευσης και απλών διαδηλωτών. Η ηγεσία της χώρας, ενώ παραδέχεται ότι έχει ένα μερίδιο της ευθύνης για την οικονομική κρίση καθώς στηριζόταν υπερβολικά στο πετρέλαιο, εντούτοις αποδίδει την κύρια ευθύνη για την κρίση σε μια συντονισμένη προσπάθεια της εγχώριας αντιπολίτευσης αλλά και των ΗΠΑ προκειμένου να ανατραπεί η τωρινή κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση, εκμεταλλευόμενη το αρνητικό κλίμα και την χαμηλή δημοτικότητα του προέδρου Μαδούρο έχει ξεκινήσει ήδη τις διαδικασίες για την διεξαγωγή ανακλητικού δημοψηφίσματος με σκοπό την απομάκρυνση του προέδρου από την εξουσία πριν το τέλος της θητείας του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η αντιπολίτευση είχε, θεωρητικά, την δυνατότητα να προχωρήσει σε δημοψήφισμα καθώς στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2015 ο συνασπισμός «Στρογγυλή Τράπεζα για την Δημοκρατική Ενότητα» κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών στην Βουλή αλλά ο πρόεδρος Μαδούρο, μέσα στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επέβαλε, αφαίρεσε τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Βουλής, μία από τις οποίες ήταν η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Όσον αφορά τις αντιδράσεις από το εξωτερικό για τις ενέργειες της κυβέρνησης, οι ΗΠΑ, πρωτίστως, ως απάντηση και στις κατηγορίες της ηγεσίας της χώρας για ανάμειξη στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα δηλώνει ότι η τωρινή κυβέρνηση οφείλει να σεβαστεί την επιθυμία των πολιτών να εκφράσουν την άποψή τους μέσω του δημοψηφίσματος. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών καθώς σε ανακοίνωσή του τονίζει ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα των πολιτών η διεξαγωγή δημοψηφίσματος ενώ παράλληλα καλεί το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο να μην παρακωλύει την διαδικασία αλλά να συμβάλλει στην ομαλή ολοκλήρωσή της.
Με βάση το σύνταγμα της Βενεζουέλας, προκειμένου να διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα για να ανακληθεί ένας πρόεδρος, απαιτείται να συγκεντρωθούν καταρχήν 200.000 έγκυρες υπογραφές πολιτών ώστε να κατατεθεί επίσημο αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο (Consejo National Electoral), το όργανο που είναι αρμόδιο για την έγκρισή του και θεωρείται, κατά το σύνταγμα της χώρας, ανεξάρτητο. Τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους η αντιπολίτευση (συνασπισμός «Στρογγυλή Τράπεζα για την Δημοκρατική Ενότητα»), υπό τον Ενρίκε Καπρίλες, ξεπέρασε το όριο των 200.000 υπογραφών και συγκεκριμένα συγκέντρωσε 409.313 υπογραφές. Βέβαια, αυτές οι υπογραφές έπρεπε να επικυρωθούν με αντιπαραβολή, μεταξύ άλλων, ακόμα και δακτυλικών αποτυπωμάτων τουλάχιστον 200.000 πολιτών που υπέγραψαν. Παράλληλα, η αντιπολίτευση κατηγορούσε τον πρόεδρο Μαδούρο και την κυβέρνηση του ότι ελέγχουν το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο και ότι συνέβαλαν στο να καθυστερήσει η εξέλιξη της διαδικασίας για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Παρόλα αυτά, το πρώτο βήμα της διαδικασίας αυτής ολοκληρώθηκε στα μέσα του καλοκαιριού. Κατόπιν ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, οπότε απαιτείται η συγκέντρωση 4 εκατομμυρίων υπογραφών, δηλαδή του 20% του εκλογικού σώματος, για να προκηρυχθεί το δημοψήφισμα. Το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα έχει μεγάλη σημασία και για τις δύο πλευρές. Πρώτα από όλα για την κυβέρνηση το δημοψήφισμα πρέπει, οπωσδήποτε, να γίνει μετά τις 10 Ιανουαρίου του 2017 γιατί τότε θα έχουν ολοκληρωθεί τα δύο τρίτα της θητείας του προέδρου Μαδούρο και, με βάση το Σύνταγμα, σε περίπτωση που απομακρυνθεί αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο Αριστόμπουλο Ιστουρίς που θα ολοκληρώσει την παρούσα θητεία μέχρι το 2019. Για την αντιπολίτευση είναι πολύ σημαντικό το χρονικό σημείο διότι εάν το δημοψήφισμα γίνει πρίν τις 10 Ιανουαρίου και το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τον πρόεδρο Μαδούρο τότε θα πραγματοποιηθούν εκλογές για νέο πρόεδρο ενώ θα αποφύγει και την συνέχιση της θητείας από τον Αριστόμπουλο Ιστουρίς, ο οποίος θεωρείται ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική του προκατόχου του.
Βέβαια, με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις και παρά τις τεράστιες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, τα πράγματα δεν φαίνονται ευνοϊκά για την αντιπολίτευση. Το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο έθεσε ένα χρονοδιάγραμμα για την συγκέντρωση των υπογραφών του 20% του εκλογικού σώματος μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Στην συνέχεια θα πρέπει το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο να μετρήσει τις υπογραφές και να επικυρώσει το αποτέλεσμα εντός 29 ημερών. Ακόμα και εάν όλα τα προηγούμενα κριτήρια τηρηθούν, το δημοψήφισμα μπορεί να οριστεί εντός 90 ημερών. Όλη αυτή η διαδικασία έχει υπολογιστεί ότι θα τελειώσει τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου, πράγμα που δεν συμφέρει την αντιπολίτευση αλλά η απόφαση αυτή δεν εκπλήσσει σχεδόν κανέναν εφόσον το Συμβούλιο αυτό ελέγχεται ουσιαστικά από την κυβέρνηση. Μάλιστα, ο ίδιος ο πρόεδρος Μαδούρο δήλωσε ότι το δημοψήφισμα δεν θα πραγματοποιηθεί πριν τις 10 Ιανουαρίου. Τις δηλώσεις του προέδρου της Βενεζουέλας ήρθε και επίσημα να επιβεβαιώσει το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο καθώς, τις τελευταίες μέρες, με ανακοίνωσή του δηλώνει ότι το δημοψήφισμα θα πραγματοποιηθεί εντός του 2017 και προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα σε αυτό το δημοψήφισμα θα πρέπει η αντιπολίτευση να συγκεντρώσει όχι το 20% των υπογραφών του εκλογικού σώματος συνολικά, όπως ίσχυε παλαιότερα, αλλά το 20% του εκλογικού σώματος από κάθε εκλογική περιφέρεια της Βενεζουέλας.
Συμπερασματικά, στην Βενεζουέλα παρατηρείται μεγάλος διχασμός ανάμεσα στους υποστηρικτές του Μαδούρο και στους διαμαρτυρόμενους πολίτες, που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση ενώ ο πρόεδρος Μαδούρο χάνει σταδιακά σημαντικό μέρος από τους υποστηρικτές του. Όσο παρατείνεται η κατάσταση έκτακτης ανάγκης μειώνεται η εμπιστοσύνη στις ικανότητες της κυβέρνησης να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Ενδεχομένως, η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος να βγεί κερδισμένη από την διαδικασία του δημοψηφίσματος και το χρονοδιάγραμμα της αλλά είναι εμφανές ότι πλέον η Βενεζουέλα δεν μπορεί να στηρίζεται στον ορυκτό της πλούτο αποκλειστικά για να αναπτυχθεί και είναι ένα γεγονός που το αναγνωρίζει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Ακόμα σημαντικότερο ωστόσο είναι το γεγονός ότι η κρίση στην Βενεζουέλα είναι, πέρα από οικονομική κυρίως πολιτική: η κυβέρνηση Μαδούρο έχει συγκεντρώσει στα χέρια της εκτεταμένες νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες, λειτουργώντας ολοένα και περισσότερο αυταρχικά, ασκώντας διώξεις και φυλακίζοντας αντιφρονούντες. Επιπλέον ενισχύεται ο διχασμός αλλά και η ανησυχία αναφορικά με την ασφάλεια και ελευθερία των πολιτών. Επομένως, όποια κυβέρνηση και αν προκύψει, θα κληθεί να αναθεωρήσει την πολιτική της σε όλα τα επίπεδα αν επιθυμεί να μην ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση.