Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Από την δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στη Λατινική Αμερική στις αρχές του 19ου αιώνα, η ήπειρος έχει μακρά παράδοση σε αυταρχικά και μονοκομματικά καθεστώτα. Η δεκαετία του 1990 ωστόσο δημιούργησε σταδιακά τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση πολυκομματικών, δημοκρατικών συστημάτων και ειρηνικής εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία. Η Βραζιλία, η Αργεντινή, το Μεξικό, ακόμα και το μετεμφυλιακό Ελ Σαλβαντόρ απέκτησαν τότε δημοκρατικά, πολυκομματικά συστήματα με ελεύθερες και δίκαιες κατά το μάλλον ή ήττον εκλογές και σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ πολιτικών κομμάτων.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η Νικαράγουα βρίσκεται στην Κεντρική Αμερική, ανάμεσα στην Κόστα Ρίκα και την Ονδούρα. Ανεξάρτητη από το 1838, μετά την διάλυση της βραχύβιας Ομοσπονδίας των Ηνωμένων Επαρχιών της Κεντρικής Αμερικής, η χώρα, υπό την καθοδήγηση μιας ολιγαρχίας cafetaleros (μεγαλογαιοκτημόνων του καφέ), βρισκόταν σε μόνιμη πολιτική αστάθεια και εσωτερικές συγκρούσεις, ταλαντευόμενη μεταξύ δημοκρατικών και δικτατορικών καθεστώτων. Με την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά, η χώρα απέκτησε γεωπολιτική σημασία και εντάχθηκε στη ζώνη επιρροής των ΗΠΑ που από το 1909 παρεμβαίνουν στις εξελίξεις της χώρας. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η χώρα πέρασε έναν εμφύλιο μεταξύ συντηρητικών και φιλελεύθερων, δέχθηκε νέα επέμβαση πεζοναυτών των ΗΠΑ το 1928 και έζησε την πρώτη λαϊκή εξέγερση υπό τον Augusto Sandino. Ο φόνος του τελευταίου, το 1934, έφερε στην εξουσία, με την στήριξη των ΗΠΑ, τον αρχηγό της Εθνοφυλακής Anastasio Somoza και οδήγησε σε μακρά οικογενειακή δικτατορία αρχικά του ίδιου, και μετά τη δολοφονία του το 1958, των δύο γιων του, Luis και Anastasio.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 στη χώρα εμφανίζεται το αντάρτικο κίνημα των Σαντινίστας (Frente Sandinista de Liberacion Nacional ή FSLN). Το κίνημα εμπνέεται από σοσιαλιστικές ιδέες και την θεολογία της απελευθέρωσης και σταδιακά αποκτά υποστήριξη, ιδίως μετά την υπεξαίρεση από το καθεστώς της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας για τον καταστροφικό σεισμό στην πρωτεύουσα Μανάγκουα το 1972, και και τον φόνο, το 1978, του Pedro Chamorro, ηγέτη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης. Η διακοπή της υποστήριξης προς το καθεστώς Σομάζα από την κυβέρνηση Κάρτερ επέτρεψε την στρατιωτική νίκη των Σαντινίστας που το 1979 εγκαθιδρύουν δημοκρατικό καθεστώς. Παρά τις μαρξιστικές της θέσεις, η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε πολιτικές ήπιων αλλαγών και αγροτική μεταρρύθμιση στη χώρα. Η αλλαγή πολιτικής στις ΗΠΑ με την εκλογή Ρέηγκαν, ωστόσο, εντάσσει την Νικαράγουα στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού πολέμου. Οι ΗΠΑ χαρακτήρισαν κομμουνιστικό κίνδυνο την Νικαράγουα απομονώνοντάς την ενώ ενίσχυαν τους νέους αντικυβερνητκούς αντάρτες (τους λεγόμενους contras). Από την πλευρά τους, οι Σαντινίστας υποστηριζόμενοι από Κούβα και ΕΣΣΔ, επέβαλαν σταδιακά καθεστώς κρατικής οικονομίας και μονοκομματικά χαρακτηριστικά στο πολιτικό σύστημα. Η ένοπλη και πολιτική σύγκρουση διαχύθηκε σε όλη την Κεντρική Αμερική και έληξε σταδιακά στα τέλη της δεκαετίας του 80, μετά από παρέμβαση της Ευρώπης και των γειτονικών χωρών. Οι Σαντινίστας και η αντιπολίτευση συμφωνούν στην διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών που κερδίζει το 1990 η ενωμένη αντιπολίτευση με τη Violetta Chamorro, ενώ το FSLN αποδέχθηκε την ήττα του, παραμένοντας στην αντιπολίτευση αλλά διατηρώντας τις πολιτικές του δυνάμεις ως το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα.
Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίσθηκε από την διαδοχή στην προεδρία συντηρητικών ή φιλελεύθερων προέδρων, την διατήρηση της ισχύος του FSLN και την διόγκωση της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης από όλα τα κόμματα (το 2000 συμφωνία μεταξύ του συντηρητικού προέδρου Aleman και του FSLN επέτρεψε την κατανομή μεταξύ των δύο κομμάτων όλων των μεγάλων κρατικών θέσεων).
Η πορεία προς τον μονοκομματισμό
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας (αποτέλεσμα της πολιτικής ανεπάρκειας και διαφθοράς, φυσικών καταστροφών, όπως του τυφώνα Μιτς το 1998, αλλά και διεθνών συγκυριών κυρίως της πτώσης των τιμών του καφέ) επανέφερε στην εξουσία το FSLN υπό τον ιστορικό ηγέτη του και πρώην πρόεδρο, Daniel Ortega, ο οποίος εκλέγεται πρόεδρος το 2006 με σχετική πλειοψηφία (η συμφωνία Αλεμάν-Ορτέγα μεταξύ άλλων επέτρεψε συνταγματική τροποποίηση ώστε να εκλέγεται πρόεδρος χωρίς δεύτερο γύρο όποιος λάβει τουλάχιστον 35% των ψήφων). Η νέα θητεία Ορτέγα αποκατέστησε ορισμένες κοινωνικές παροχές των Σαντινίστας που στερέωσαν την δημοφιλία του προέδρου. Ωστόσο χαρακτηρίσθηκε κυρίως από την εγκαθίδρυση στενού ελέγχου στο κράτος από την κυρίαρχη ομάδα στο FSLN (οι Σαντινίστας αντιμετώπισαν επίσης πολλές διασπάσεις). Το καθεστώς προχώρησε στη σταδιακή συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, το Εκλογοδικείο (ανώτατο εκλογικό δικαστήριο), η αστυνομία και ο στρατός, ακόμα και οι δήμοι πέρασαν στον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης που χρησιμοποήσε για το σκοπό αυτή κάθε μέσο: διορισμούς, απόλυση δημάρχων της αντιπολίτευσης με διάφορα προσχήματα. Στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος του περιβάλλοντος Ορτέγα, ιδίως της συζύγου του, Rosario Murillo, ήταν καθοριστικός. Η ‘συντρόφισσα Rosario’ όπως την αποκαλούν, παλιά αγωνίστρια του FSLN απέκτησε, μετά το 2007, ρόλο συμβούλου, άτυπης υπερυπουργού και εκπροσώπου του συζύγου της, μετείχε στα υπουργικά συμβούλια και καλούσε υπουργούς για συζήτηση των θεμάτων τους ενώ πέρυσι ανέλαβε και εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης (ο γιος του Laureano είναι επικεφαλής της εταιρείας επενδύσεων της χώρας).
Ο Ορτέγκα επανεξελέγη το 2011 μετά από μια αμφιλεγόμενη διαδικασία: το Σύνταγμα προέβλεπε μόνο δύο θητείες του προέδρου (ο Ορτέγκα είχε εκλεγεί πρόεδρος και μεταξύ 1985-90)[1]. Απόφαση ωστόσο του Ανώτατου Δικαστηρίου (στο οποίο ο ίδιος είχε τοποθετήσει τους δικαστές) έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα για τον Ορτέγα διότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας. Μετά τη θριαμβευτική του επανεκλογή, ο πρόεδρος Ορτέγα προχώρησε, το 2013, σε κοινοβουλευτική αναθεώρηση του Συντάγματος καταργώντας το όριο θητειών και επιτρέποντας την επανεκλογή του προέδρου εις το διηνεκές.
Όπως αναφέρθηκε, το FSLN παρεμένει ισχυρό. Είναι αρκετά πιθανό, χάρις και στον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης, στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που προγραμματίζονται για τον Νοέμβριο τόσο το κόμμα όσο και ο Ορτέγα να επανεκλέγονταν χωρίς πρόβλημα. Ο ίδιος ωστόσο φαίνεται να μην ήθελε να διακινδυνεύσει, προτιμώντας την πλήρη εξουδετέρωση της αντιπολίτευσης. Από την άνοιξη του 2016, προχώρησε σε μια σειρά μέτρων για να επιβάλει την κυριαρχία του και στην Βουλή. Το πρώτο βήμα ήταν η αφαίρεση, με απόφαση και πάλι του Ανώτατου Δικαστηρίου, της νομικής εκπροσώπησης της αντιπολίτευσης από τον Eduardo Montealegre επικεφαλής της αντιπολίτευσης και ηγέτη του κόμματος των Ανεξάρτητων Φιλελεύθερων προς όφελος ένος άλλου μέλους του κόμματος, του Pedro Reyes, ατόμου χωρίς ουσιαστική πολιτική παρουσία και γενικά θεωρούμενου ως συνεργάτη της κυβέρνησης. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης απέρριψαν την άνωθεν επιβολή νέας ηγεσίας οπότε ο Reye, επικαλούμενος μια άλλη συνταγματική διάταξη που εισήχθη με την αναθεώρηση του 2013 που απαγορεύει στους βουλευτές να μετακινηθούν σε άλλο κόμμα, ζήτησε από το Εκλογοδικείο – επίσης ελεγχόμενο από τους Σαντινίστας – την έκπτωση 28 αντιπολιτευόμενων βουλευτών. Το ίδιο ζήτησε και πέτυχε η κυβέρνηση και για 4 διαφωνούντες βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που διαφώνησαν με την τακτική Ορτέγα.
Αποτέλεσμα της μαζικής αποπομπής των βουλευτών της αντιπολίτευσης ήταν η μετατροπή της βουλής σε μονοκομματική de facto. Μετά την αποπομπή των βουλευτών της, η αντιπολίτευση αποφάσισε να απόσχει από τις εκλογές που χαρακτήρισε ως ‘φάρσα’. Η εξέλιξη αυτή καταγγέλθηκε μέσα και έξω από τη χώρα ως βήμα προς το μονοκομματικό καθεστώς: η Καθολική εκκλησία αλλά και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών καταδίκασαν την πράξη ενώ στον τελευταίο υπήρξαν αιτήματα για την επίκληση του Δημοκρατικού Χάρτη του οργανισμού που επιτρέπει την αναστολή ιδιότητας μέλους για κράτη που παραβιάζουν τις δημοκρατικές αρχές και το κράτος δικαίου.
Το επόμενο βήμα για την εγκαθίδρυση μονοκομματικού καθεστώτος ήταν η ανακοίνωση ότι η Rosario Murillo θα ήταν υποψήφια αντιπρόεδρος του συζύγου της. Παρότι γενικά αναμενόμενη, η υποψηφιότητα αυτή δημιούργησε πολιτική θύελλα στην χώρα, ακόμα και μεταξύ των Σαντινίστας. Η παράδοση της οικογενειακής εξουσίας στην Νικαράγουα είναι μεγάλη (η οικογένεια Σομόζα κράτησε την προεδρία για 50 περίπου χρόνια με πατέρα, γαμπρό και 2 γιους ως προέδρους) και διαφαίνεται έντονα η δυνατότητα.
Το μέλλον της χώρας
Η θητεία Ορτέγα χαράχθηκε στην εξωτερική του πολιτική από τα σχέδια κατασκευής εναλλακτικής διώρυγας. Πρόκειται για ένα σχέδιο που υπάρχει από την ισπανική εποχή και είχε συζητηθεί πριν την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά. Παρότι η απόσταση ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό είναι μεγαλύτερη στη Νικαράγουα, η κατασκευή φαίνεται ευκολότερη καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι δύο λίμνες της χώρας και ένας ποταμός. Ο Ορτέγα ανήγαγε το σχέδιο αυτό σε κεντρικό σκοπό της θητείας του, αναζητώντας ιδιώτες επενδυτές (οι πρώτες εκτιμήσεις ανεβάζουν το κόστος σε άνω των 50 δις δολάρια). Η συνεργασία του με ένα αμφιλεγόμενο Κινέζο επενδυτή του επέτρεψε να ανακοινώσει την ολοκληρωση της διώρυγας μέσα σε μια δεκαετία. Ωστόσο ο επίδοξος επενδυτής αποχώρησε αφού έχασε σημαντικό μέρος της περιουσίας του στην κινεζική κρίση του 2015,αφήνοντας τον Ορτέγα πολιτικά εκτεθειμένο και δημιουργώντας ένα μεγάλο αίσθημα ματαίωσης σε τμήμα των πολιτών που ήλπιζαν στον πλούτο που θα δημιουργούσε το νέο κανάλι. Η πιθανή επίπτωση της αποτυχίας αυτής ενίσχυσε ενδεχομένως την πορεία προς τον αυταρχισμό.
Η Νικαράγουα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε σχετικά δύσκολη θέση. Η πολιτική Ορτέγα κρατά ακόμα στοιχεία σοσιαλισμού και μπορεί να στηρίζεται στην υποστήριξη της Βενεζουέλας και της Κούβας. Ωστόσο, η σταδιακή απομάκρυνση ή αποδυνάμωση των αριστερών κυβερνήσεων στην περιοχή την απομονώνει περισσότερο, τόσο από τους κοντινούς της γείτονες στην Κεντρική Αμερική όσο και από την ήπειρο συνολικά. Η εξαθλιωμένη Νικαράγουα δεν μπορεί να αντέξει μια νέα απομόνωση. Ο Αργεντίνος ποιητής Julio Cortazar είχε γράψει σε ένα ποίημά του για την «βίαια γλυκειά» Νικαράγουα (Nicaragua violentamente dulce). Στην φάση αυτή η βιαιότητα είναι πιο φανερή από τη γλύκα.
[1] . Σχεδόν όλες οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου έχουν προεδρικό σύστημα. Ο φόβος της κατάχρησης των θεσμών από ισχυρούς ηγέτες οδήγησε τις περισσότερες να επιβάλουν όρια στην προεδρική θητεία, και αρκετές επέβαλαν μια μόνο προεδρική θητεία. Με την εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων επανήλθε στο προσκήνιο το θέμα της μιας προεδρικής θητείας σε ένα πλαίσιο αυξανόμενου προσωποκεντρισμού των πολιτικών συστημάτων (κάτι που διευκόλυνε και το προεδρικό σύστημα). Η μία μετά την άλλη, οι χώρες της ηπείρου (Βραζιλία επί Lula, Αργεντινή επί Kirchner κ.α.) με διάφορες συνταγματικές διαδικασίες (μέσω δημοψηφίσματος ή κοινοβουλευτικά) επέτρεψαν την δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Ορισμένες χώρες με αυταρχικά χαρακτηριστικά (όπως η Βενεζουέλα) προώθησαν και πέρασαν και την τρίτη συνεχόμενη θητεία (αξιοσημείωτο είναι ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Morales στη Βολιβία να επιτρέψει την τρίτη θητεία του προέδρου καταψηφίσθηκε στο δημοψήφισμα).