Του Γρηγόρη Μάρκου
Ήδη πριν το τέλος του 20ου αιώνα πολλά κράτη ανά τον κόσμο άρχισαν να αντιμετωπίζουν βαθύτατα εσωτερικά προβλήματα, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της διακυβέρνησης στο εσωτερικό τους και σοβαρές επιπτώσεις στην διεθνή πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Τα κράτη αυτά έγιναν γνωστά ως “failed states” (αποτυχημένα κράτη) και στην κατηγορία αυτή ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Σομαλία,η Λιβερία, η Αϊτή, το Κονγκό και το Σουδάν.
Τι είναι ένα “failed state”
Ο όρος “failed state” πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1992 από την τότε Madeleine Albright, Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, και έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως στην διεθνή πολιτική. Αναφέρεται σε μία χώρα η οποία δεν μπορεί να εκτελέσει τις εγχώριες λειτουργίες της ή δεν πληροί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, εξαιτίας της κατάρρευσης της κυβέρνησής της. Τα “failed states” αναγνωρίζονται από την αποτυχία τους να παράσχουν ασφάλεια στο λαό τους, να εγγυηθούν δικαιώματα και να διαφυλάξουν τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Ένα αποτυχημένο κράτος δεν μπορεί να επιτελέσει τις βασικές του λειτουργίες, όπως αστυνόμευση ή απονομή δικαιοσύνης. Χαρακτηρίζεται από την αδυναμία άσκησης της νόμιμης βίας από το κράτος και, συνεπώς, του έλεγχου της επικράτειας, με αποτέλεσμα την ανασφάλεια των πολιτών, τα αποδυναμωμένα θεσμικά όργανα, την αυξημένη γραφειοκρατία και εν τέλει την διάλυση της οικονομίας. Η εσωτερική σύγκρουση σε ένα αποτυχημένο κράτος μπορεί να πάρει την μορφή ενός α) επαναστατικού πόλεμου, όταν κάποιες ομάδες αμφισβητούν την υπάρχουσα εξουσία, β) ενός φυλετικού πολέμου, εξαιτίας κάποιας εθνικής, εθνοτικής ή θρησκευτικής διαμάχης, γ) μιας μεταβολής του καθεστώτος, όταν συμβαίνουν απότομες αλλαγές στη διακυβέρνηση και δ) μιας γενοκτονίας.
Έχουν γίνει προσπάθειες να δημιουργηθούν πίνακες ταξινόμησης των «αποτυχημένων κρατών». Η Παγκόσμια Τράπεζα διαμόρφωσε το 2007 έναν πίνακα αξιολόγησης χωρών (Country Policy and Institutional Assessment) όπου χαρακτήρισε 34 κράτη ως ευάλωτα, με βάση την οικονομική τους διαχείριση, τις διαρθρωτικές πολιτικές, την κοινωνική ένταξη και τη λειτουργία του δημοσίου τομέα. Η πιο γνωστή ταξινόμηση είναι της οργάνωσης “Fund For Peace” που πραγματοποιείται κάθε χρόνο με την συνεργασία του περιοδικού “Foreign Policy” και του “United Nations Foundation” και κατηγοριοποιεί σε έναν μεγάλο πίνακα τα κράτη αναλόγως της απειλής που υφίσταται η κρατική τους οντότητα (The Fund for Peace).
Γιατί καταρρέουν τα κράτη;
Η κατάρρευση των κρατών έχει διαφορετικά κάθε φορά αίτια αλλά συχνά υπάρχουν κοινά στοιχεία που συνδέονται μεταξύ τους: από-αποικιοποίηση, εξωτερικές επεμβάσεις, φυλετικές διαμάχες και εμφύλιοι πόλεμοι, αυταρχικοί ηγέτες και πραξικοπήματα, μεγάλη διαφθορά και οικονομίες σε κατάρρευση.
Στην Αφρική η από-αποικιοποίηση έπαιξε ρόλο στην κατάρρευση κρατών. Το ευρωπαϊκό μοντέλο κατασκευής ενός έθνους-κράτους δεν ήταν η σωστότερη επιλογή για την αφρικανική ήπειρο. Τα πολιτικά σύνορα χαράχθηκαν χωρίς να υπολογισθεί η εθνοτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οι αποικιακοί κανόνες που διατηρήθηκαν και στις νέες κρατικές οντότητες, δεν έλαβαν υπόψη τους τη δημογραφία, τη γεωγραφία και την πολιτική κουλτούρα της κάθε περιοχής. Έτσι τα αφρικανικά κράτη δεν δημιούργησαν ισχυρές δομές, ούτε κατάφεραν να διατηρήσουν μια εσωτερική ισορροπία, με αποτέλεσμα γρήγορα τις ενδοκρατικές συγκρούσεις. Παρότι η ανάλυση αυτή δεν ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις – η Λιβερία και η Αϊτή δεν γνώρισαν τους τυπικούς αποικιακούς κανόνες – αλλά είναι γεγονός ότι η άναρχη χάραξη των συνόρων, πέρα από την επίδραση στις παραδοσιακές δομές, δημιούργησε κράτη χωρίς εσωτερική ομοιογένεια.
Οι φυλετικές διαμάχες δεν γεννώνται όμως μόνο λόγω της πρόχειρης διαμόρφωσης των κρατών αλλά και εξαιτίας εσωτερικών κοινωνικοπολιτικών λόγων. Σε τέτοια κράτη διαμορφώνονται συχνά άνισες σχέσεις εξουσίας και ανταγωνισμός για τον έλεγχο του κράτους. Διαπιστώνονται έτσι συχνά πραξικοπήματα με αποτέλεσμα την κατάρρευση της κυβερνητικής νομιμότητας, την διάλυση των κυβερνητικών θεσμών, καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών και περιθωριοποίηση φυλών και ομάδων. Αυτό εξαγριώνει τους «αποκλεισμένους» πολίτες που ζητούν δικαιώματα, δίκαιη μεταχείριση και ισότιμη συμμετοχή στα κοινά και τους οδηγεί πολλές φορές στην διεκδίκηση της συμμετοχής με τα όπλα.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις της αποτυχίας των κρατών είναι πολλές. Από την στιγμή που δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος και να διαφυλαχθεί η τάξη, η εγκληματικότητα αυξάνεται, συμμορίες καταλαμβάνουν τους δρόμους των πόλεων, ενώ για την προστασία τους οι πολίτες στρέφονται σε τοπικούς πολέμαρχους, που αποκτούν de facto νομιμότητα. Η εγκληματικότητα συνδέεται άμεσα με την τρομοκρατία. Η ανυπαρξία ελέγχου και αστυνόμευσης της κοινωνίας, δίνει την ευκαιρία σε τρομοκρατικές οργανώσεις, να κερδίζουν χρήματα από παράνομες δραστηριότητες και να τα «επενδύουν» σε τρομοκρατικές ενέργειες.
Είναι η Συρία σήμερα ένα “failed state”;
Η εξέγερση που ξεκίνησε το 2011 στη Συρία έχει πλέον λάβει την μορφή ενός μακροχρόνιου και αιματηρού εμφυλίου πολέμου. Οι συγκρούσεις μεταξύ Σουνιτών, Αλεβιτών και άλλων θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων, η εμφάνιση των τζιχαντιστών του ISIS, καθώς και η παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων με διαφορετικά συμφέροντα, έχουν οδηγήσει την κατάσταση σε αδιέξοδο και εκατομμύρια Σύριους στον δρόμο της προσφυγιάς.
Η έκρηξη του εμφυλίου και η εσωτερική κατάρρευση του συριακού κράτους είχε βαθύτερα αίτια. Η Συρία διέθετε εδώ και χρόνια πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα κράτη εκείνα που συνήθως οδηγούνται σε εσωτερική διάλυση: συμβίωση διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων, άνισες σχέσεις εξουσίας και άνιση κατανομή του πλούτου, διαμάχες με γειτονικές χώρες, αυταρχική ηγεσία, διαφθορά και εξωτερικές παρεμβάσεις.
Είναι η Συρία ένα αποτυχημένο» κράτος; Μέσα από στοιχεία και δείκτες μπορούμε να αποδείξουμε με μεθοδολογική ακρίβεια ότι η Συρία σήμερα είναι στα πρόθυρα μιας «ολοκληρωτικής» κατάρρευσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την οργάνωση “Fund for Peace” στη έκθεσή της για το 2015, η Συρία αντιμετωπίζει κίνδυνο ολοκληρωτικής διάλυσης και τοποθετείται στην κατηγορία των κρατών “high alert”, μόλις μια κατηγορία κάτω από τα «πλήρως» αποτυχημένα κράτη (very high alert). Η Συρία βρίσκεται στην 9η θέση, κάτω από το Νότιο Σουδάν, τη Σομαλία, την Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία και την Υεμένη, αλλά υψηλότερα από το Αφγανιστάν, την Γουινέα, την Αϊτή και το Ιράκ. Στην χώρα δεν παρέχεται καμία ασφάλεια στους πολίτες, η βία και η τρομοκρατία κυριαρχούν, τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται και η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο της χώρας. Σε σύγκριση με το 2014 η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε όλους τους δείκτες της οργάνωσης: δημογραφικές πιέσεις: 8,1/10, πρόσφυγες και εκτοπισμένοι: 10/10, εσωτερικές συγκρούσεις: 10/10, οικονομική κατάρρευση: 7,5/10, νομιμότητα κράτους: 9,9/10, δημόσιες υπηρεσίες 8,2/10, ανθρώπινα δικαιώματα και κανόνας δικαίου: 10/10, ασφάλεια: 10/10, διασπασμένες ελίτ: 9,9/10 κλπ .
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει η Παγκόσμια Τράπεζα στους δείκτες που αφορούν την «διακυβέρνηση». Ειδικότερα, στον δείκτη της λογοδοσίας» για το 2014 η Συρία λαμβάνει μόλις 3% (ένα πολύ χαμηλό ποσοστό), τέσσερις μονάδες κάτω από το 2004 και 3 μονάδες κάτω από το 2009. Στον δείκτη που αφορά την «επιρροή της κυβέρνησης» το 2014 έχει μόλις 7%, όπως το ίδιο συμβαίνει και στον δείκτη για το «κράτος δικαίου». Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δείκτης της «πολιτικής σταθερότητας και απουσίας βίας και τρομοκρατίας». Ενώ το 2004 η Συρία εμφάνιζε 35% (που σήμαινε σχετικά σταθερή κατάσταση) και το 2009 ένα 28%, το 2014 μετά το ξέσπασμα της σύγκρουσης, κατρακύλησε κάτω από 1%. Τέλος, στον «έλεγχο της διαφθοράς» η Συρία το 2004 βρισκόταν στο 26%, το 2009 στο 13%, ενώ το 2014 μόλις στο 2% (The World Bank).
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία σχετικά με την τρομοκρατία που αναπτύσσεται σε ένα αποτυχημένο κράτος όπως η Συρία σήμερα. Τέτοια είδους στατιστικά μας δίνει η βάση δεδομένων “Global Terrorism Database” του Πανεπιστημίου του Μέρυλαντ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης αυτής, στη Συρία η τρομοκρατία αυξήθηκε κατακόρυφα το 2010 (από 0 σε 320 περιστατικά περίπου) μετά το ξέσπασμα της εμφύλιας διαμάχης. Το είδος των επιθέσεων είναι ως επί το πλείστον βομβιστικές επιθέσεις και ακολουθούν σε πολύ μικρότερο αριθμό οι απαγωγές, οι ένοπλες επιθέσεις, οι άγνωστες επιθέσεις, οι δολοφονίες και οι επιθέσεις σε υπηρεσίες/υποδομές. Οι τρομοκρατικές ενέργειες πραγματοποιούνται κυρίως από πολίτες και στρατιωτικούς, ενώ χρησιμοποιούνται εκρηκτικά και ορισμένες φορές πυροβόλα όπλα . Οι εκατοντάδες τρομοκρατικές επιθέσεις μετά το 2009-10 αποδεικνύουν ότι η σκληρή σύγκρουση στο εσωτερικό της Συρίας έχει οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, χωρίς το κράτος να μπορεί ουσιαστικά να επέμβει και να ελέγξει τον πληθυσμό του.
Συμπερασματικά
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλά. Γιατί τα “failed states” απασχολούν τόσο πολύ την διεθνή πολιτική σκηνή; Επηρεάζεται ο υπόλοιπος κόσμος από τις εσωτερικές διαμάχες ενός λαού; Υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης της υφιστάμενης κατάστασης; Τι συμβαίνει στην περίπτωση της Συρίας;
Ο Francis Fukuyama υποστηρίζει ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τα αδύναμα και τα αποτυχημένα κράτη έχουν μετατραπεί σε σημαντικό διεθνές ζήτημα. Δημιουργούν προβλήματα που έχουν κυρίως να κάνουν με τη διεθνή ασφάλεια και η απειλή τους συνδέεται με τα ζητήματα της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και της μαζικής μετανάστευσης.
Τι συμβαίνει στην περίπτωση της Συρίας; Είναι γεγονός ότι από την έναρξη των συγκρούσεων έχουν αυξηθεί τα τρομοκρατικά χτυπήματα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον υπόλοιπο κόσμο (κυρίως αλλά όχι μόνο λόγω του ISIS), καθώς και οι προσφυγικές ροές. Από τον Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 το ISIS επιτέθηκε τουλάχιστον 70 φορές σε 17 διαφορετικές χώρες (Yourish & Watkins & Giratikanon, 2016). Συνεπώς η κατάρρευση του συριακού κράτους επηρεάζει άμεσα όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απεύθυνε έκκληση σε όλα τα κράτη μέλη του προκειμένου να συμμετάσχουν στη μάχη κατά των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους σε Συρία και Ιράκ και να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να αποτρέψουν άλλες επιθέσεις της οργάνωσης. Ωστόσο μπορεί η εξωτερική παρέμβαση να επιλύσει τη κατάσταση ή μήπως θα δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα;
Η αποκατάσταση της κρατικής οντότητας ενός αποτυχημένου κράτους είναι εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Τα εμπόδια είναι σίγουρα διαφορετικά σε κάθε περίπτωση, αλλά υπάρχουν στοιχεία που είναι κοινά. Πρώτα από όλα η μεταφορά δυτικών θεσμών και πολιτικών πρακτικών μπορεί να μην είναι σωστή πολιτική επιλογή, καθώς η κάθε χώρα και περιοχή έχει διαφορετικές παραδόσεις, διαφορετικούς θεσμούς και πρακτικές. Έτσι η μεταφύτευση των Δυτικών θεσμών μπορεί να είναι αντιπαραγωγική. Από την άλλη πολλές φορές οι ίδιοι οι πολίτες δεν αποδέχονται τις υποδείξεις των ξένων κρατών στα εσωτερικά τους ζητήματα, κάτι που αυξάνει την αντίσταση τους και την άρνηση τους. Επιπροσθέτως, το πρόβλημα της βίας και της δημοκρατίας, δεν το αντιλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο ένας ξένος ηγέτης και ένας τοπικός ηγέτης. Η σκέψη και η φιλοσοφία από χώρα σε χώρα διαφέρει ανάμεσα στις δυτικές κοινωνίες και τις κοινωνίες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας.
Οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν να επιλύσουν τα προβλήματα, ενώ άλλοτε δημιουργούν ακόμα περισσότερα γιατί η στρατηγική τους για την αποκατάσταση της ειρήνης σχεδιάστηκε γρήγορα και πρόχειρα. Συνεπώς πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην αντιμετώπιση κρατών, όπως της Συρίας, όπου η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη. Η λάθος διάγνωση του προβλήματος, φέρνει και λάθος θεραπεία.