της Βάσως Κοντού
Ο 20ος αιώνας, ιδίως το τέλος του, χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη χρήση του Ισλάμ ως εργαλείου πολιτικής δράσης: το πολιτικό Ισλάμ όπως είναι γνωστό έχει εμφανισθεί σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, συνήθως ως κόμμα της αντιπολίτευσης ή της αμφισβήτησης, σε άλλες περιπτώσεις και ως κυβερνητικό κόμμα (π.χ. στο Ιράν, στην Αίγυπτο για ένα διάστημα πριν το πραξικόπημα του στρατηγού Σίσι ή στην Λωρίδα της Γάζας).., Το Ισλαμογενές κόμμα PJD (Parti de la Justice et du Développement, κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) στο Μαρόκο διαφέρει από τα άλλα, καθώς δεν επικεντρώνεται στην επιστροφή στις ισλαμικές αρχές και την πλήρη εφαρμογή της διδασκαλία του Ισλάμ σε κάθε σφαίρα της ζωής.
Η Μαροκινή κοινωνία παρουσιάζει ένα κράμα παραδοσιακής και νόμιμης εξουσίας, καθώς αφενός αναγνωρίζει τη σημασία του μονάρχη στη χάραξη της πολιτικής και αφετέρου αποδέχεται ότι η άσκηση εξουσίας αποτελεί μια διαδικασία που υπόκειται σε κανόνες (Σύνταγμα). Για τους περισσότερους Μαροκινούς, η νομιμοποίηση του βασιλιά Μωχάμεντ 5ου είναι αδιαμφισβήτητη. Ενδεχομένως επιθυμούν μια πιο ουσιαστική δημοκρατία, αλλά όχι εις βάρος της Μοναρχίας, αφού ο συναισθηματικός δεσμός που τους ενώνει είναι ακλόνητος και θεωρούν τον βασιλιά απαραίτητο για την διατήρηση της ακεραιότητας και της αρμονίας του κράτους. Ο βασιλιάς είναι και Ameer-ul- Momineen (Αρχηγός των Πιστών), και ενσαρκώνει την σημαντικότερη θρησκευτική αρχή της χώρας. Ως θρησκευτικός ηγέτης αντλεί πολιτική νομιμοποίηση και θρησκευτικό κύρος ταυτόχρονα. Το έμβλημα «Θεός, Πατρίδα, Θρησκεία» έχει κωδικοποιηθεί στο πλαίσιο του Συντάγματος και το βλέπουμε στα κυβερνητικά κτήρια σε όλη τη χώρα. Σε μια κοινωνία όπου το Ισλάμ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, η αντιμετώπιση του βασιλιά ως «Ameer» έχει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις: η μοναρχία αποτελεί κομμάτι της ταυτότητας του Μαρόκου κάτι που δεν αμφισβητεί άλλωστε ούτε το PJD που έχει δημόσια ορκιστεί υποταγή στον Βασιλιά ούτε άλλα, ακόμα και αριστερά, κόμματα.
Το πολιτικό Ισλάμ στο Μαρόκο
Το PJD σχηματίστηκε αρχικά από τη συγχώνευση πολλών μικρών ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων το 1968. Το κίνημα τότε είχε αποφασίσει να κρατήσει μια αντιβασιλική πολιτική στάση, υιοθετώντας ακόμη και βίαιες στρατηγικές. Η στρατηγική αυτή ωστόσο δεν απέδωσε. Σημαντικός αριθμός μελών του, με τη βοήθεια και και της κρατικής καταστολής, αποχώρησε σταδιακά μετά το 1981 και η κομματική δομή του κατέρρευσε.
Η αρχική αποτυχία οδήγησε μια μετριοπαθή μερίδα ισλαμιστών που απομακρύνθηκε από αυτή την πρώτη ισλαμική ομάδα, να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό σχηματισμό. Το νέο κόμμα μετονομάστηκε σε Mouvement unité et réforme (Κίνηση για την Ενότητα και την Μεταρρύθμιση,MUR) και αποφάσισε να εμπλακεί στην πολιτική με ένα πολιτικό πλαίσιο σεβασμού του καθεστώτος και αποδεχόμενο τα προνόμια και την θρησκευτική νομιμοποίηση του βασιλιά. Με την έγκριση και ενθάρρυνση του τότε Υπουργού Εσωτερικών Driss Basri το MUR εντάχθηκε στο Mouvement Populaire Democratique et Constitutionnel (MPDC) το 1996 και μετονομάστηκε το 1998 σε PJD.
Έκτοτε, το PJD ξεκίνησε να μετέχει στο νόμιμο πολιτικό σκηνικό της χώρας και προσπάθησε να γίνει αποδεκτό από την Μοναρχία. Ως MPDC, οι Ισλαμιστές κατάφεραν να συμμετάσχουν στις εκλογές του 1997. Στόχος του κόμματος ήταν να παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα στην αντιπολίτευση, θεωρώντας ότι το πολιτικό πλαίσιο δεν ήταν ευνοϊκό για την συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Σιγά σιγά απέκτησε μεγαλύτερη πολιτική παρουσία, πάντα αποφεύγοντας την ριζοσπαστική ρητορική και κατεβάζοντας περιορισμένο αριθμό υποψηφίων στις εκλογές.
Σταδιακά το κόμμα μετακινήθηκε από την αμφισβήτηση της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας του βασιλιά στην υπεράσπιση των μοναρχικών συμβόλων, ενσωματούμενο στην πολιτική νομιμότητα και αποκτώντας χαρακτηριστικά θεσμικού πολιτικού δρώντς. Η σταδιακή του καθιέρωση επέτρεψε στο PJD να κερδίσει 46 έδρες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007, (έναντι 52 που εξασφάλισε το κυβερνητικό κόμμα Istiqlal). Μάλιστα πολλοί πολιτικοί αναλυτές είχαν προβλέψει την νίκη του και έκριναν ότι το τελικό αποτέλεσμα ήταν απόρροια εν μέρει του φόβου των πολιτών για τις ακόμα θεωρούμενες ως ριζοσπαστικές ιδέες του PJD, και εν μέρει του ότι οι Μαροκινοί, σε μεγάλο βαθμό κάτοικοι της επαρχίας και πιστοί στα παραδοσιακά κόμματα, έδειξαν σχετική καχυποψία απέναντι σε νέες-μη δοκιμασμένες-ριζοσπαστικές ιδέες. Ωστόσο, παρότι το PJD δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές συγκέντρωσε αρκετά μεγάλο ποσοστό συγκριτικά με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτή η επιτυχία συνδέεται εν πολλοίς και με το γεγονός ότι, λόγω της φιλοβασιλικής πολιτικής που υιοθέτησε, έλαβε την έμμεση στήριξη του βασιλιά.
Μετά τις εκλογές του 2007, το PJD παρέμεινε στην αντιπολίτευση, διατηρώντας αποστάσεις από την κυβερνηση και τους συμβούλους της Μοναρχίας. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2011, όμως το PJD κέρδισε 107 έδρες (επί συνόλου 395) και σχημάτισε για πρώτη φορά κυβέρνηση συνασπισμού (με άλλα τέσσερα κόμματα). Η νίκη αυτή ήταν συνέπεια και των εσωτερικών αλλαγών στο κόμμα μετά την εκλογική αποτυχία του 1997 (με την εκλογή νέου γραμματέα, του Abdelilah Benkirane που γνώριζε καλά πώς λειτουργεί η Μοναρχία και μπορούσε να επιδείξει μια πιο ελαστική και μη ανταγωνιστική στάση απέναντι της) αλλά και της ήπιας πολιτικής στάσης του κόμματος. Είναι σημαντικό να τονισθεί για παράδειγμα ότι κατά την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης, το 2011, το PJD τήρησε μια μετριοπαθή στάση και παρέμεινε στο περιθώριο, θεωρώντας ότι μια εκδήλωση συμπαράστασης προς τους εξεγειρμένους θα μπορούσε να κλονίσει τις σχέσεις του με τον βασιλιά, να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση της χώρας και να ανακόψει την πορεία του κόμματος προς την εξουσία. Αντίθετα, το PJD χρησιμοποίησε την πολιτική και κοινωνική δυσαρέσκεια της χώρας για να εδραιωθεί ως μια εναλλακτική λύση στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Ζήτησε απ’ τους ψηφοφόρους να του εμπιστευτούν την ψήφο τους, στηρίζοντας την προσπάθεια του κόμματος για καταπολέμηση της ανεργίας, αύξηση μισθών και αντιμετώπιση της διαφθοράς. Είναι σημαντικό ότι το PJD εστίασε το ενδιαφέρον του σε οικονομικά θέματα και όχι στη θρησκεία. Προσπάθησε, λοιπόν, να εξορθολογίσει τις ισλαμικές επιταγές και να προτείνει μια νέα ερμηνεία των ισλαμικών κειμένων, συμβατή με τις σύγχρονες απόψεις.
Η συνεργασία Ισλάμ και Μοναρχίας
Ποια είναι, όμως, η σχέση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ του PJD και της Μοναρχίας; Σύμφωνα με το άρθρο 42 του μαροκινού Συντάγματος, ο Βασιλιάς είναι ο αρχηγός του κράτους και σύμβολο της ενότητας του Έθνους, ενώ το άρθρο 43 τον τοποθετεί στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος. Το άρθρο 3 του Συντάγματος κατοχυρώνει το Ισλάμ ως « θρησκεία του κράτους», χωρίς περαιτέρω μνεία στο Ισλαμικό δίκαιο. Στην πράξη, μόνο κάποια στοιχεία του Οικογενειακού Κώδικα βασίζονται στον Ισλαμικό νόμο, ενώ όλοι οι άλλοι κώδικες προέρχονται από την Δυτική νομική παράδοση. Αυτή η διττή φύση του Συντάγματος, που περιλαμβάνει τόσο κοσμικές όσο και ισλαμικές αναφορές, δεν δίνει μια σαφή εικόνα για το αν το Μάροκο είναι ένα Δυτικό ή ένα Ισλαμικό κράτος: . για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός του βασιλιά ως «αρχηγού των πιστών» και η αναφορά του άρθρου 3 στο Ισλάμ ως «θρησκεία του κράτους» έδωσε την δυνατότητα στον Abdelilah Benkirane, τον επικεφαλής του PJD, να χαρακτηρίσει το Μαρόκο ως «Ισλαμικό κράτος», και να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ανάγκη οικοδόμησης ενός ισλαμικού κράτους αφού αυτό ήδη συμβαίνει. Εφόσον το πολιτικό Ισλάμ δεν αντιτίθενται στην Μοναρχία και δεν αμφισβητεί τη νομιμότητά της, ο βασιλιάς φαίνεται να το αποδέχεται ή και να το υπσοτηρίζει. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη προβολή ισλαμικών συμβόλων στη δημόσια σφαίρα συνιστά εν τέλει στοιχείο ενίσχυσης και διαιώνισης της Μοναρχίας. Βέβαια, παρότι προτρέπει για ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος στη χώρα, ο Βασιλιάς αντιτάσσεται σθεναρά στην πολιτικοποίηση του Ισλάμ. Πολλές φορές έχει τονίσει ότι τα κόμματα δεν πρέπει να προσδιορίζονται σε θρησκευτικές, εθνικές και γλωσσικές βάσεις. Από την άλλη, το PJD έχει αποφασίσει να δρα μέσα στο πολιτικό πλαίσιο που έχει θέσει το Μοναρχικό σύστημα και τα μέλη του επαναλαμβάνουν την πρόθεση τους να μην οικειοποιηθούν το Ισλάμ, αποκαλώντας το PJD όχι, ένα «Ισλαμικό κόμμα» άλλα ένα κόμμα με «Ισλαμικές αναφορές».
Στις τελευταίες εκλογές του Οκτωβρίου 2016, το PJD κέρδισε 125 έδρες (σε σύνολο 395 εδρών) έναντι 102 που απέσπασε το κόμμα Αυθεντικότητας και Εκσυγχρονισμού (Parti de l’Authenticité et de la Modernité -PAM). Παρότι το κόμμα αύξησε τα ποσοστά του δεν κέρδισε την αυτοδυναμία και θα σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση συνασπισμού. Το Μαρόκο είναι η μόνη χώρα στον σουνιτικό κόσμο, της οποίας ο πρωθυπουργός ανήκει σε ισλαμικό κόμμα. Η επιτυχία του PJD ερμηνεύεται ως ένα βαθμό από τις δεσμεύσεις του για εκδημοκρατισμό του Μαρόκου, για πάταξη της διαφθοράς και καταπολέμηση των ανισοτήτων, παράλληλα με αυξήσεις στους μισθούς και άλλα φιλολαϊκά μέτρα. Χάρις στις υποσχέσεις αυτές έλαβε μεγάλη στήριξη, ειδικά μεταξύ των περιθωριοποιημένων και αποξενωμένων τμημάτων του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, η άνοδος ενός ισλαμικού κόμματος στην εξουσία συνδέεται και με την κόπωση των πολιτών από την αποτυχία της μέχρι τότε ακολουθούμενης πολιτικής των συμβιβασμών και των γενικευμένων συναινέσεων και την αναζήτηση νέας προοπτικής, καθώς και την πεποίηση ότι η πραγματική αλλαγή θα έρθει μέσω πιο δυναμικών παρεμβάσεων. Παραμένει βέβαια το κατά πόσον η νέα κυβέρνηση θα υλοποιήσει τις υποσχέσεις της. Η ζωή στο Μαρόκο είναι δύσκολη, οι οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρονται, ιδίως στους νέους, είναι λίγες και η ανάγκη μεταρρυθμίσεων από μια νέα κυβέρνηση αδήριτη.
Βέβαια, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μπορούν ωα επιτευχθούν μόνο μετά από εκτεταμένη πίεση προς την βασιλική εξουσία. Η Μοναρχία ως θεσμός παραμένει ανεπηρέαστος. Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είναι με τη συναίνεση του μονάρχη -, σε καμία δε περίπτωση εναντίον του. Η επίγνωση των περιορισμών αυτών εξηγεί εν πολλοίς και την μετριοπαθή στάση του PJD, Εν τέλει οι μετριοπαθείς Ισλαμιστές θα μπορούσαν να αποδειχθούν η καλύτερη προστασία των δημοκρατικών θεσμών ενάντια στην άνοδο των εξτρεμιστών. Επομένως, η άνοδος του PJD επιτρέπει στη Μοναρχία να το προβάλλει ως εναλλακτική λύση στην πιθανή άνοδο ισλαμιστών φονταμενταλιστών και ως μια καλή ευκαιρία ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Η προοπτική ενός φρέσκου και αποφασιστικού κόμματος στην εξουσία είναι πολλά υποσχόμενη, εφόσον δώσει μια νέα δυναμική στην πολιτική της χώρας και κυρίως στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Ωστόσο, οι κίνδυνοι επιστροφής στον αυταρχισμό της βασιλικής εξουσίας με μια κατ’ επίφαση μόνο δημοκρατία παραμένουν υπαρκτοί.