Της Μυρτώς Λύκα
1.Οι Ουιγούροι και η σημασία της Xinjiang
Οι Ουιγούροι (Uyghurs) είναι μία μουσουλμανική μειονότητα της Κίνας. Με πληθυσμό περίπου 12 εκατομμυρίων, είναι συγκεντρωμένοι στην επαρχία Xinjiang στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Ως μειονότητα, υφίσταντο πολιτικές καταστολής ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο έλεγχος της περιοχής (που τότε ονομαζόταν Τουρκεστάν) πέρασε στη δυναστεία Qing. Η Κίνα ονόμασε τότε την περιοχή Xinjiang (νέο έδαφος) και ξεκίνησε μια περίοδο συστηματικών διακρίσεων σε βάρος των γηγενών κατοίκων και εποικισμού από Κινέζους Han. Η πολιτική και γεωπολιτική αναστάτωση στην Κίνα από τις αρχές του 20ου αιώνα και η πολιτική διακρίσεων οδήγησε τους Ουιγούρους να ιδρύσουν το 1933 ένα νέο κράτος, το Ανατολικό Τουρκεστάν, που όμως σύντομα ανακαταλήφθηκε από την Κίνα. Παρά τις δεσμεύσεις για μεγαλύτερη αυτονομία, ανεξιθρησκία και ισότητα, η καταστολή σε βάρος των Ουιγούρων συνεχίστηκαν και οδήγησαν σε χιλιάδες θανάτους. Τ0 1944, η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε και στήριξε την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τουρκεστάν που παρέμεινε για ορισμένα χρόνια ουσιαστικά ανεξάρτητο. Και η δεύτερη περίοδος ανεξαρτησίας ωστόσο δεν κράτησε πολύ. Το 1949 η Κίνα κατέλαβε εκ νέου στη Xinjiang. Οι Ουιγούροι απέκτησαν αυτόνομο καθεστώς εντός του κινεζικού κράτους, αλλά η καταπίεσή τους συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς. Έτσι, από τη δεκαετία του 1990, τα αιτήματα της μειονότητας για μεγαλύτερη αυτονομία ή και ανεξαρτησία αυξήθηκαν και πάλι. Συνακόλουθα, αυξήθηκε και η βία από τις κινεζικές αρχές, βία που το τελευταίο διάστημα συγκεντρώνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της Δύσης.
Η καταστολή άρχισε να εντείνεται από το 2009, όταν περίπου 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις στη πρωτεύουσα Urumqi της Xinjiang. Η κινεζική κυβέρνηση απέδωσε τις ευθύνες σε εξτρεμιστικά στοιχεία της μειονότητας και τις προσπάθειές τους για απόσχιση της περιοχής από την Κίνα. Ανάλογες συγκρούσεις επαναλήφθηκαν το 2013-2014, ενώ το 2017 νόμος που υιοθετήθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου Xi Jinping προέβλεπε ότι όλες οι θρησκείες στη χώρα όφειλαν να έχουν «κινεζικό προσανατολισμό», δηλαδή να μη θίγουν τα συμφέροντα, την ασφάλεια και τις επιδιώξεις του κινεζικού κράτους. Έκτοτε και μέχρι σήμερα οι κινεζικές αρχές σκλήρυναν ακόμη περισσότερο τη στάση τους απέναντι στους Ουιγούρους, καθώς τα αιτήματά τους για μεγαλύτερη αυτονομία, που για μερικούς πράγματι φθάνουν έως την απόσχιση, θεωρήθηκε ότι θίγουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Τα παραπάνω αιτήματα συνδέονται και με την αύξηση της σημασίας της Xinjiang για το Κινεζικό κράτος όσο οι φιλοδοξίες της χώρας επεκτείνονται. Η Xinjiang, στη βορειοδυτική Κίνα, αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση επαρχία της, ενώ εκεί παράγεται και το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού. Αυτό που καθιστά όμως την περιοχή αυτή κομβική είναι το πλούσιο σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο υπέδαφός της και η γειτνίασή της με χώρες της Κεντρικής Ασίας. Η περιοχή βρίσκεται πάνω στη ζωτική διαδρομή του νέου Δρόμου του Μεταξιού που συνδέει την Κίνα με την υπόλοιπη Κεντρική Ασία και την Ευρώπη και αποτελεί μέρος του φιλόδοξου οικονομικού σχεδίου διασύνδεσης της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο (Belt and Road Iniative). Από την περιοχή περνούν και οι τέσσερις αγωγοί που συνδέουν την Κίνα με την Κασπία και τα κοιτάσματά της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο καθώς επίσης και έξι από τους οκτώ Σινο-Ευρωπαϊκούς σιδηρόδρομους.
Επιπρόσθετα, η περιοχή γειτνιάζει με διάφορα άλλα κράτη με σημαντικό γεωπολιτικό και οικονομικό ενδιαφέρον για την Κίνα, όπως το Πακιστάν. Από τη Xinjiang διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος Karakoram που συνδέει τη χώρα με το Πακιστάν και το λιμάνι του Guadar, δίνοντας έτσι στην Κίνα διέξοδο στον Ινδικό ωκεανό. Το συγκεκριμένο λιμάνι βρίσκεται κοντά στο στενό του Ορμούζ, ένα καθοριστικό δίαυλο διακίνησης ορυκτών καυσίμων που μπορεί να λειτουργήσει ως ενεργειακή δίοδος από τη δυτική Κίνα, μέσω του Πακιστάν στον Περσικό Κόλπο. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα μπορεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια των ενεργειακών της εισαγωγών σε περίπτωση κρίσης στη Νότια Σινική θάλασσα. Με άλλα λόγια, αυτό που πετυχαίνει η Κίνα είναι η γεωπολιτική απεξάρτηση από ένα πολύ σημαντικό σημείο διέλευσης πετρελαίου και “chock point” (σημείο πνιγμού) τα στενά της Μαλάκκα. Η σπουδαιότητα της Xinjiang για τη Κίνα έγκειται, επομένως, τόσο στο πλούσιο υπέδαφός της όσο και στα ευρύτερα οικονομικά και εμπορικά σχέδια της χώρας που προϋποθέτουν τον έλεγχό της.
2. Η καταστολή των Ουιγούρων
Ήδη πριν την τωρινή κρίση, η Κίνα προωθούσε την εγκατάσταση στην Xinjiang ενός μεγάλου αριθμού Κινέζων Han, της εθνοτικής ομάδας που συνιστά την μεγάλη πλειοψηφία της χώρας: από τα 1,4 δισεκατομμύρια κατοίκους της Κίνας, 9 στους 10 είναι Κινέζοι Han, η μεγαλύτερη από τις συνολικά 56 εθνοτικές ομάδες στη χώρα. Ακολουθούν οι Zhuang (1,27%) που κατοικούν στην αυτόνομη περιφέρεια Guangxi και μοιράζονται πολλά κοινά γνωρίσματα με την κινεζική πλειοψηφία, η μουσουλμανική μειονότητα των Hui (0,79%) στην αυτόνομη επαρχία Ningxia, οι Manchu (0,78%) και τέλος οι Ουιγούροι (0,76%).
Στόχος της μετακίνησης πληθυσμού Han προς τη Xinjiang ήταν να αλλάξει η αριθμητική υπεροχή των Ουιγούρων στη συγκεκριμένη περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο, η εθνοτική ομοιογένεια της Xinjiang θα έπαυε να υφίστανται και οι όποιες αξιώσεις για αυτοδιάθεση δεν θα είχαν πλέον βάση. Το αποτέλεσμα ήταν πράγματι η μείωση του ποσοστού των Ουιγούρων στη Xinjiang και γενικότερα στη Κίνα, εξαιτίας της αύξησης της βίας μεταξύ των δύο εθνοτικών ομάδων.
Ωστόσο, αυτό που η Κίνα αδυνατεί να συνειδητοποιήσει, είναι ότι τα αιτήματα των Ουιγούρων ουδέποτε επικεντρώθηκαν στην απόσχιση ως κύριο σκοπό. Φυσικά οι ακραίες φωνές πάντα υπάρχουν, αλλά αυτό που ζητά η πλειονότητα των Ουιγούρων είναι μια μορφή ουσιαστικής αυτονομίας. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν οι λαϊκές δημοκρατίες ανεξαρτητοποιήθηκαν, η Κίνα φοβούμενη ότι οι Ουιγούροι θα επεδίωκαν κάτι αντίστοιχο, απέκτησαν απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντί τους. Στο εξής οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας στην πράξη εξέλιπε, αφού το Κομμουνιστικό Κόμμα όριζε την αυτόνομη διοίκηση της περιοχής. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων της μειονότητας και η αδυναμία των μελών της να ζήσουν στα πατρογονικά τους εδάφη, δε τους άφηνε άλλη επιλογή από το να διεκδικούν με μεγαλύτερο πάθος το δικαίωμα στην αυτονομία και την αυτοδιάθεση.
Μετά τα επεισόδια του 2009 και τα όσα ακολούθησαν, οι κινεζικές αρχές έλαβαν ακόμα σκληρότερα μέτρα και από το 2014 έγινε φανερή η ύπαρξη διαφόρων κέντρων «επανεκπαίδευσης» Ουιγούρων. Πρόκειται για στρατόπεδα συγκέντρωσης από όπου έχουν περάσει περίπου μέχρι σήμερα δύο εκατομμύρια άνθρωποι με σκοπό, όπως υποστηρίζει η Κίνα, να παταχθεί η τρομοκρατία και οι αυτονομιστικές τάσεις. Οι καταγγελίες όσων κατάφεραν να ξεφύγουν από εκεί ή έγιναν μάρτυρες των μεθόδων που χρησιμοποιούσαν οι αστυνομικές αρχές αναφέρουν ότι οι κρατούμενοι Ουιγούροι υφίστανται μεταξύ άλλων ξυλοδαρμούς, ηλεκτροπληξία, κρέμασμα από το ταβάνι, εικονικό πνιγμό, σεξουαλική βία, ομαδικούς βιασμούς, εξαναγκασμό σε στείρωση και διαρκή παρακολούθηση σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
Η Κίνα αρνείται τις κατηγορίες και τονίζει ότι ο μόνος στόχος αυτών των κέντρων είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του ισλαμικού εξτρεμισμού των Ουιγούρων. Στην πράξη όμως, η ίδια η κινεζική καταστολή ευθύνεται για τη στροφή μελών της μειονότητας προς πιο βίαιες μεθόδους και την προσθήκη του θρησκευτικού φανατισμού στο σκοπό τους. Οι Ουιγούροι επισημαίνουν ιδιαίτερα ότι οι διώξεις που υφίστανται συνδέονται με τη διαφορετική τους πίστη και την αδυναμία τους να ασκούν ελεύθερα τη λατρεία της θρησκείας τους, η οποία συνιστά θεμελιώδες κομμάτι της εθνικής τους ταυτότητας που καταδιώκεται. Επιχειρούν με αυτόν τον τρόπο να συγκεντρώσουν την υποστήριξη των απανταχού μουσουλμάνων, ιδίως των γειτονικών κρατών, σε μερικά από τα οποία μάλιστα ο εξτρεμισμός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος. Ο θρησκευτικός φανατισμός γεννάται και εντείνεται ως αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών.
Την ένταση του θρησκευτικού φανατισμού μεταξύ των Ουιγούρων εκμεταλλεύονται περιφερειακά κινήματα τζιχαντιστών σε γειτονικές χώρες, ιδίως στο Αφγανιστάν όπου επανειλημμένα γίνονται αναφορές για συμμετοχή μελών της μειονότητας σε δράσεις των Ταλιμπάν και της Al Qaeda. Ουιγούροι συμμετέχουν επίσης στην οργάνωση ETIM (East Turkestan Islamic Movement) που έχει χαρακτηρισθεί από τις ΗΠΑ, ήδη από το 2002, ως τρομοκρατική και μία από τις πιο εξτρεμιστικές αποσχιστικές οργανώσεις. Η συμμετοχή μελών της μειονότητας σε τρομοκρατικές δράσεις, όταν μάλιστα η εμπλοκή τους έχει επιβεβαιωθεί και από τις ΗΠΑ συνιστά μια πολύ ισχυρή δικαιολογία για το Πεκίνο προκειμένου να συνεχίσει τις διώξεις σε βάρος τους.
Όμως, ό,τι για την Κίνα είναι μια μάχη απέναντι στην τρομοκρατία που απειλεί τη σταθερότητα τις περιοχής, για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αγγίζει τα όρια μιας μεθοδευμένης γενοκτονίας. Το ερώτημα που γεννιέται όμως από τη προσπάθεια της Δύσης να διεθνοποιήσει το ζήτημα των Ουιγούρων είναι γιατί τώρα;
3. «Γιατί οι ΗΠΑ ενδιαφέρθηκαν ξαφνικά για τους Ουιγούρους;»
Οι καταγγελίες για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ουιγούρων στην Κίνα υφίστανται ήδη από τη δεκαετία του 1990 και έχουν πυκνώσει σημαντικά κατά τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως μεταξύ 2008-2015. Χρειάστηκε όμως σχεδόν μια τριακονταετία για να πάρει το θέμα τέτοιες διαστάσεις και να αρχίσουν να επιβάλλονται κυρώσεις. Από το 2019 η αμερικανική διοίκηση έχει λάβει μέτρα εναντίον της Κίνας με αφορμή τις παραβιάσεις απέναντι στη μειονότητα (Uyghur Act του 2019) επιτρέποντας την παρακολούθηση και την επιβολή κυρώσεων σε ορισμένους Κινέζους αξιωματούχους και εταιρίες. Την πρακτική αυτή ακολούθησαν και η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και ο Καναδάς τον Μάρτιο του 2021 και περιλάμβαναν απαγόρευση εισόδου για τέσσερις Κινέζους αξιωματούχους και μια εταιρία και πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων. Επίσης επιβλήθηκε απαγόρευση εισαγωγής όσων προϊόντων κατασκευάζονται σε εργοστάσια στη Xinjiang με την κατηγορία της χρησιμοποίησης σε αυτά εξαναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων.
Για την υιοθέτηση των παραπάνω μέτρων υποστηρίχθηκε ρητά ότι μόνη και κύρια αιτία ήταν οι σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα στο κινεζικό κράτος. Πράγματι, ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ, πολλά ευρωπαϊκά κράτη και οργανώσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου δίνουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στο ζήτημα είναι ότι πλέον δε μιλάμε απλώς για καταπάτηση δικαιωμάτων αλλά για τη στοχευμένη εξόντωση της συγκεκριμένης μειονότητας. Επίσης, εξαιτίας του αυστηρού ελέγχου που ασκεί η Κίνα στα εσωτερικά μέσα μαζικής ενημέρωσης υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολο να ακουστούν οι μαρτυρίες των Ουιγούρων και να διεθνοποιηθεί το ζήτημα. Τα τελευταία χρόνια όμως, σχετικά έγγραφα έχουν διαρρεύσει στον Τύπο και αρκετοί Ουιγούροι ακτιβιστές και πρόσφυγες έχουν καταφέρει να δραπετεύσουν από τη Xinjiang μεταφέροντας την ιστορία τους μαζί τους στις χώρες υποδοχής.
Ωστόσο, μολονότι κανείς δε μπορεί να αρνηθεί ότι τα δικαιώματα των Ουιγούρων καταπατούνται, ότι γίνονται ακρότητες σε βάρος τους και βέβαια ότι οι πολίτες που διαδηλώνουν σε πολλά δυτικά κράτη υπέρ της μειονότητας το πράττουν καθαρά από ανθρωπιστικούς λόγους, ίσως να μην ισχύει το ίδιο για τους εκπροσώπους των Δυτικών δυνάμεων. Οι λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται τόσο έντονα για τους Ουιγούρους δεν είναι μόνο ανθρωπιστικοί. Στενά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα μπορούν εύκολα να σταθούν πίσω από την εικόνα του προστάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Κίνα έχει επιτύχει τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτη οικονομική και τεχνολογική πρόοδο και έχει καταλήξει να απειλεί την αμερικανική ηγεμονία. Οι ΗΠΑ έχοντας αντιληφθεί τη σημασία της Xinjiang για την Κίνα ενθαρρύνουν την αστάθεια στη συγκεκριμένη περιοχή. Από την κατάσταση αυτή δεν πλήττεται μόνο η εικόνα της υπερδύναμης και το αντίστοιχο κύρος της Κίνας αλλά πολύ περισσότερο οι οικονομικές της φιλοδοξίες.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, η Κίνα και ακολούθως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα κατατάσσονται ως οι μεγαλύτερες απειλές για τις ΗΠΑ. Η έκθεση αναφέρει ότι ο αγώνας για την κινεζική επικράτηση στις αποκαλούμενες ως «γκρίζες ζώνες» ισχύος αλλά και παγκοσμίως αναμένεται να ενταθεί. Παράλληλα, αντίστοιχη εντατικοποίηση προβλέπεται αναφορικά με την επέκταση του πυρηνικού της οπλοστασίου αλλά και ως προς τις κυβερνοεπιθέσεις, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν ζημία σε κρίσιμες υποδομές εντός των ΗΠΑ. Τέλος, η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Κίνα αναδεικνύεται ως ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής των ΗΠΑ κυρίως στον οικονομικό, στρατιωτικό και τεχνολογικό τομέα ενώ πιέζει και για αλλαγή των διεθνών κανόνων προς όφελός της. Για να το πετύχει αυτό η κύρια στρατηγική της είναι να αποξενώσει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους τους.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική στρατηγική για τον περιορισμό της Κίνας είναι μάλλον πιο σύνθετη και θέτει τους Ουιγούρους ως ένα σημαντικό εργαλείο για την επιτυχία της. Η κινεζική τακτική των σκληρών μέτρων καταστολής απέναντι στη μειονότητα αποτελεί για τις ΗΠΑ μια ευκαιρία για να πλήξουν την εικόνα και την ισχύ της Κίνας έμμεσα, επιβάλλοντας οικονομικές και άλλες κυρώσεις με επιχείρημα τον ανθρωπισμό. Άλλωστε, η ευαισθησία των ΗΠΑ απέναντι στις διώξεις και την καταπίεση της μειονότητας είναι μάλλον επιλεκτική. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τη στάση τους σε ανάλογες περιστάσεις που είτε δεν τους συμφέρει να εμπλακούν είτε δε έχουν να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη. Έτσι, οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας στο Κασμίρ από την Ινδία, ενώ επίσης υποστηρίζουν χώρες όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία με μακρά παράδοση σε ανάλογες πρακτικές και πλήθος καταγγελιών σε βάρος τους.
Πιο συγκεκριμένα, η Σαουδική Αραβία απέτυχε το 2020 να γίνει μέλος του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ εξαιτίας των παραβιάσεων που λαμβάνουν χώρα στο έδαφός της. Οι καταγγελίες αφορούν τα δικαιώματα των γυναικών, τις εκτελέσεις πολιτών χωρίς δίκαια δίκη ή από κυβερνητικούς πράκτορες όπως στην περίπτωση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, της στέρησης της ελευθερίας της έκφρασης και πίστης και γενικότερα ενός εκτενούς καταλόγου καταπατήσεων θεμελιωδών ανθρώπινων αξιών. Αντίστοιχα, στην πρόσφατη αναφορά του Human Rights Watch για την Τουρκία, γίνεται λόγος για ένα αυταρχικό καθεστώς που δεν επιτρέπει την όποια μορφή αντίδρασης στο εσωτερικό, κατηγορείται για βασανιστήρια και εξαφανίσεις των πολιτικών του αντιπάλων καθώς και μελών της κουρδικής μειονότητας, ενώ επίσης η απόσυρση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης προμηνύει ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα απέναντι στις γυναίκες και την LGBT κοινότητα.
Παρά τις ωμότητες για τις οποίες κατηγορούνται οι δύο παραπάνω χώρες, οι ίδιες δεν στοχοποιούνται από τις ΗΠΑ για λόγους γεωπολιτικούς, οικονομικούς και ενεργειακούς. Η μεν Σαουδική Αραβία λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο με τα οποία προμηθεύει τις αμερικανικές ενεργειακές ανάγκες, η δε Τουρκία εξαιτίας της προνομιακής της θέσης.
Το σίγουρο είναι ότι η Κίνα όπως και οι ΗΠΑ έχουν ένα πλήθος πολύ σημαντικών λόγων να ενδιαφέρονται η καθεμία ξεχωριστά για την τύχη των Ουιγούρων. Η Κίνα φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει την καταστολή της μειονότητας, την οποία βλέπει ως εσωτερικό εχθρό για την ακεραιότητά της. Έτσι, όσο οι ΗΠΑ εμπλέκονται στο ζήτημα, δίνοντας βήμα σε ακραίες φωνές, τόσο η Κίνα επικεντρωμένη στις αφανείς προθέσεις τους θα στοχοποιεί τους Ουιγούρους. Η κινεζική αντίδραση είναι βέβαια υπερβολική και καταδικαστέα, όμως εξίσου υπερβολικό είναι το αίτημα των ακραίων φωνών της μειονότητας για δημιουργία ξεχωριστού κράτους. Οι ΗΠΑ οφείλουν να πάρουν ξεκάθαρα θέση κατά αυτού του αιτήματος, χωρίς να αποσύρουν την υποστήριξή τους στη δημιουργία ενός πραγματικά αυτόνομου καθεστώτος για τους Ουιγούρους. Η Δύση και ιδίως οι ΗΠΑ φέρουν ευθύνη για την εικόνα που έχει δημιουργηθεί γύρω τους αναφορικά με τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις και τον ρόλο που έχουν παίξει στην εμπλοκή σε εσωτερικά ζητήματα ξένων κρατών. Το κλειδί για τη σωτηρία των Ουιγούρων βρίσκεται στη δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης με το κινεζικό κράτος. Η Δύση οφείλει να συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που προκαλεί τον φόβο της Κίνας απέναντι στη συγκεκριμένη ομάδα ωθώντας τη σε τέτοιες πρακτικές και να δράσει ανάλογα. Η δαιμονοποίηση της Κίνας και η ακραία ρητορική σε βάρος της απλώς θα επιδεινώσουν την κατάσταση μέχρι που καμία λύση ή επιλογή δε θα είναι εφικτή.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
US Director of National Intelligence, Annual Threat Assessment (2021), April 2021 in https://www.dni.gov/files/ODNI/documents/assessments/ATA-2021-Unclassified-Report.pdf
Smithsonian Magazine, Is China Committing Genocide Against the Uyghurs? (2022) in https://www.smithsonianmag.com/history/is-china-committing-genocide-against-the-uyghurs-180979490/
Calls for Independence May Not Help the Uyghur Cause, in https://foreignpolicy.com/2021/07/27/uyghur-independence-hurting-case-xinjiang/