Του Γιάννη Χουρμουζιάδη
- Εισαγωγή
Τα θερμά επεισόδια που έλαβαν χώρα στις αρχές Αυγούστου στην Νότια Σινική, και συγκεκριμένα στα Στενά της Ταϊβάν και στην ιαπωνική ΑΟΖ, ήταν η απάντηση της Κίνας στην επίσκεψη στην Ταϊπέι (πρωτεύουσα της Ταϊβάν) της Προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσυ Πελόζι. Θεωρώντας το ζήτημα της Ταϊβάν ως μέρος της εσωτερικής πολιτικής της χώρας, η Κίνα εκτόξευσε βαλλιστικούς πυραύλους και οργάνωσε στρατιωτικές ασκήσεις που προσομοίαζαν με εισβολή στη νήσο.
Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να δώσει το ιστορικό πλαίσιο και το γεωπολιτικό υπόβαθρο για την κατανόηση της προβληματικής Κίνας-Ταϊβάν και της πολιτικής τους σχέσης αλλά και για να αντιληφθούμε τις μεσο-και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της επίσκεψης Πελόζι.
- Η ιστορία της Ταϊβάν
H Ταϊβάν είναι ένα μεγάλο νησί στην Νότια Σινική θάλασσα περίπου 160 χλμ. από την Κίνα. Βρίσκεται στο κέντρο μίας θαλάσσιας περιοχής που περικλείεται από τις Φιλιππίνες, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και την Νότια Κορέα. Μία ματιά στο χάρτη δείχνει γιατί η γεωπολιτική θέση της Ταϊβάν ευνοεί στον έλεγχο της θάλασσας και της γύρω περιοχής.
Η ιστορία της Ταϊβάν είναι μία ιστορία ισχύος για όποια δύναμη έλεγχε την νήσο. Το 1624 η Ταϊβάν έγινε μέρος της ολλανδικής αποικιακής αυτοκρατορίας. Αργότερα, το 1683 το νησί πέρασε στην κυριαρχία της κινεζικής δυναστείας των Τσινγκ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ακόμη περισσότεροι Κινέζοι από την ηπειρωτική Κίνα να μεταναστεύσουν στο νησί.
Ο πληθυσμός αυτός των Κινέζων που εγκαταστάθηκε στην Ταϊβάν ονομαζόταν Χάκα (Hakka) δηλαδή «φιλοξενούμενοι Κινέζοι». Η αναφορά στην συγκεκριμένη κατηγορία γίνεται για να βοηθήσει στην κατανόηση των κοινωνικών απαρχών της Ταϊβανέζικης ταυτότητας. Πιο ειδικά, εθνοτικές ομάδες των Κινέζων χτίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και παίρνουν το όνομά τους από την γεωγραφική περιοχή όπου βρίσκονται. Οι «Χάκα Κινέζοι» ήταν ιστορικά Κινέζοι που μεταναστεύσαν σε άλλες περιοχές λόγω προβλημάτων, όπως διάφορες εισβολές. Ιστορικά οι Χάκα ήταν πάντα στο στόχαστρο διακρίσεων από τις υπόλοιπες ομάδες.
Το 1895 η Κίνα ηττάται στον πρώτο σινο-ιαπωνικό πόλεμο και η Ταϊβάν περνά στην Ιαπωνία έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν, μετά την ήττα της τελευταίας, επανεντάσσεται στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Κίνας με τις ευλογίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Όμως η Δημοκρατία της Κίνας δεν ήταν ένα δημοκρατικό σύστημα. Ο ηγέτης της, Τσιάνγκ Κάι-Σεκ, ήταν αρχηγός του εθνικιστικού κόμματος γνωστού ως Κουόμιτανγκ, και διοικούσε ως δικτάτορας με αυστηρή πειθαρχία. Ταυτόχρονα η Κίνα βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Κουόμιτανγκ και του κόκκινου στρατού του Μάο Τσετούνγκ. Ο Μάο, νικητής του εμφυλίου, εγκαθίδρυσε την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1949, αναγκάζοντας τον Τσιάνγκ Κάι-Σεκ να καταφύγει μαζί με ενάμιση εκατομμύριο οπαδούς του στην «ελεύθερη» από την κομμουνιστική επιρροή, πλούσια σε πόρους και με ιαπωνικές υποδομές Ταϊβάν. Τον Κάι-Σεκ ακολούθησε η αεροπορία της Κίνας ενώ ο ίδιος πήρε μαζί του μεγάλο μέρος του χρυσού της χώρας, πυρομαχικά και καύσιμα και δημιούργησε μία κυβέρνηση σε εξορία στην νήσο. Από το 1950 υπήρχαν δύο «Κίνες» η (εθνικιστική) Δημοκρατία της Κίνας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας, δηλαδή δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις που διεκδικούσαν ταυτοχρόνως την εκπροσώπηση της χώρας.
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση αναγνώριζε της εθνικιστική κυβέρνηση στην Ταϊβάν ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, ακόμη και στα Ηνωμένα Έθνη. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων ήταν διαρκείς. Παρόλα αυτά από το 1960 έως το 1980 η Ταϊβάν κατάφερε να ανθίσει οικονομικά. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ, ως παγκόσμια δύναμη, διαπιστώνει τη στρατηγική σημασία της Κίνας του Μάο, με αποτέλεσμα το 1971 πρώτα οι ΗΠΑ, και κατόπιν και ο ΟΗΕ, να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση του Πεκίνου ως την μόνη εκπρόσωπο της Κίνας, εγκαταλείποντας την κυβέρνηση της Ταϊβάν. Οι δύο αντίπαλοι, ο Τσιανγκ και ο Μάο πεθαίνουν το 1975 και το 1976 αντίστοιχα.
Με την άνοδό του στην εξουσία στην Κίνα, ο Ντεν Σιαοπίνγκ επιδιώκει να φέρει την Κίνα κοντά στον υπόλοιπο κόσμο και προωθεί μία προσέγγιση με την Ταϊβάν. Παράλληλα, ωστόσο, ο λαός της Ταϊβάν σταδιακά απομακρύνεται από την κινεζική του ταυτότητα και διαμορφώνει μία χωριστή, ιδιαίτερη ταϊβανέζικη εθνική ταυτότητα και συνείδηση. Το 1992 η Ταϊπέι και το Πεκίνο συμφωνούν στο όραμα της «Μίας Κίνας» (One China). H πολιτική της «Μίας Κίνας» είναι ακρογωνιαίος λίθος της Κινεζικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας: για τους Κινέζους αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μόνο μία Κινεζική κυβέρνηση και η επίσημη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Κίνας συνοδεύεται από την διακοπή των σχέσεων με την Ταϊβάν.
Ωστόσο η συμφωνία Πεκίνου-Ταϊπέι ήταν απλά προφορική και άρα ανοιχτή σε διαφορετικές ερμηνείες. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θεωρούσε ότι η πολιτικής της «Μίας Κίνας» σημαίνει την αυξανόμενη εξάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα οι δύο πλευρές θα δουλεύουν για την ενοποίηση.
Ωστόσο, για την Ταϊβάν που ήταν μία φιλελεύθερη πολυκομματική δημοκρατία, το να υπαχθεί σε ένα μονοκομματικό κομμουνιστικό κράτος ήταν αδύνατο. Έτσι, το 2000 ο τότε πρόεδρος του Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν, Τσεν Σουί Μπιάν, υποστήριξε ανοιχτά την ανεξαρτησία του νησιού ενώ το Πεκίνο ως απάντηση πέρασε τον «Αντιαποσχιστικό νόμο» που ουσιαστικά προβλέπει πως η Κίνα μπορεί να χρησιμοποιήσει στρατό για να κρατήσει την Ταϊβάν και αντιμετωπίζει το νησί ως μία περιοχή της χώρας που απλά προσπαθεί να αποσχιστεί.
- Το σύγχρονο παρασκήνιο Κίνας-Ταϊβάν
Το 2013 ο Σι Τζινπίνγκ εκλέγεται ως ο καινούργιος Γενικός Γραμματέας του Κινεζικού Κόμματος. Οραματίζεται να αποκαταστήσει την Κίνα στην «παλιά της δόξα» και, για να το πετύχει, θέλει να εντάξει και την Ταϊβάν στη λογική του «Μία Χώρα -Δύο Συστήματα» (one country -two systems). Αυτή η αντίληψη σημαίνει πως θα υπάρχει ένα κινεζικό κράτος, όμως στο εσωτερικό του, συγκεκριμένες περιοχές θα έχουν την δική τους οικονομική και νομική αυτονομία όπως συνέβαινε, μέχρι και το 2020, με το Χονγκ-Κονγκ και το Μακάο.
Στην αντίπερα όχθη, το 2014 χιλιάδες φοιτητές για πρώτη φορά διαμαρτυρήθηκαν μπροστά από το κοινοβούλιο της Ταιπέι ενάντια στην υπογραφή μίας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ταϊβάν και Κίνας, απηχώντας το αντικινεζικό πνεύμα των νέων και την ανάγκη τους για δημοκρατία και διαφάνεια. Επιπλέον η τωρινή Πρόεδρος Τσάι Ινγκ-γουέν, από το Προοδευτικό Κόμμα της Ταϊβάν, συνεχίζει να υποστηρίζει την ανεξαρτησία και την δημοκρατία στην χώρα. Η Τσάι έχοντας ως λάβαρο τις διεκδικήσεις των φοιτητών του 2014 δηλαδή την διαφύλαξη της δημοκρατίας έναντι του Κινεζικού συντηρητισμού, κερδίζει με μεγάλα ποσοστά τις εκλογές του 2016 και του 2020.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η περαιτέρω ένταση μεταξύ Ταϊβάν – Κίνας. Από την μία πλευρά ο Σι Τζινπινγκ διεκδικεί την Ταϊβάν χρησιμοποιώντας ως βάση την συμφωνία του 1992 και την κινεζική ερμηνεία της ιστορίας της περιοχής Ο Σι αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως μία περιοχή που θα επανενωθεί με την Κίνα το αργότερο μέχρι και το 2049, όταν η Κίνα θα γιορτάσει την 100η επέτειο της εγκαθίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας. Για αυτό το λόγο άλλωστε, διαχρονικά η Κίνα υποχρεώνει χώρες να διακόπτουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Ταϊβάν για να διατηρήσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Κίνα και εξαναγκάζει εταιρείες να αναφέρονται στην Ταϊβάν ως Κίνα στις ιστοσελίδες τους. Η Ταϊβάν αναγνωρίζεται σήμερα μόνο από 14 χώρες του πλανήτη.
Από την άλλη πλευρά η Ταϊβάν, εδώ και δεκαετίες, είναι ένα σύγχρονο αστικό κράτος σύμφωνα τα δυτικά πρότυπα. Για παράδειγμα, αποτελεί μία πλουραλιστική κοινωνία που έχει νομιμοποιήσει τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών και έχει τον πρώτο παγκοσμίως τρανσέξουαλ υπουργό. Ταυτόχρονα, η χώρα έχει πλέον διαμορφώσει μία ιδιαίτερη, ταϊβανέζικη ταυτότητα καθώς η πλειονότητα των πολιτών του νησιού θεωρούν τους εαυτούς τους ως Ταϊβανέζους. Τέλος η Ταϊβάν έχει αναπτύξει μία ισχυρή οικονομία καθώς παράγει σε παγκόσμιο επίπεδο μικροτσίπ.
Οι διαφορές για τη Νότια Σινική θάλασσα
Η αντιπαράθεση Κίνας-Ταϊβάν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διενέξεων και διαφορών ανάμεσα στην Κίνα και τους γείτονές της, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, για τον έλεγχο της Σινικής θάλασσας. Η Νότια Σινική θάλασσα είναι από τις πιο εμπορικά δραστήριες ζώνες για τη ναυτιλία ενώ ταυτόχρονα διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μήλο της Έριδος είναι, τέλος, και τα νησιά της περιοχής.
Η Κίνα επικαλείται για τις διεκδικήσεις της το γεγονός ότι πριν το 1930 η Νότια Σινική θάλασσα της ανήκε και διεκδικεί ξανά το παρελθόν της. Ταυτόχρονα όλες οι άλλες χώρες (Ταϊβάν, Φιλιππίνες, Βιετνάμ και Ιαπωνία) διεκδικούν και αυτές τον έλεγχο σε τμήματα της θάλασσας και, όπως και η Κίνα, καταλαμβάνουν νησίδες της περιοχής όπου εγκαθιστούν στρατιωτικές δυνάμεις. Η Κίνα είναι ιδιαίτερα επιθετική σε αυτή την δραστηριότητα. Για παράδειγμα το 2012 το ναυτικό της επιτέθηκε σε Φιλιππινέζους ψαράδες και μέσα σε δύο μόνο χρόνια (2014-2016) νησίδες όπως το Γιονγκσού έχουν μετατραπεί σε στρατιωτικές βάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία των ΗΠΑ, στο διάστημα 2014 με 2018 η Κίνα έχει στρατιωτικοποιήσει 12.000 στρέμματα θαλάσσιας έκτασης. Οι Κινέζοι υποστηρίζουν ότι λειτουργούν στο πλαίσιο της εσωτερικής τους πολιτικής και της πολιτικής άμυνάς τους.
Ως απάντηση στην, κατά την άποψή τους, «ταχύτατη κινεζική εξάπλωση», οι Αμερικανοί (επικαλούμενοι την ελευθερία της ναυσιπλοΐας) έχουν στείλει πολεμικά αεροπλάνα και μαχητικά πλοία στην περιοχή προκαλώντας τους Κινέζους. Ταυτόχρονα κατά την τελευταία δεκαετία έχουν διεξαγάγει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τους Φιλιππινέζους ενώ κτίζουν συμμαχικές σχέσεις με την Ταϊβάν. Τέλος, το 2016, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε, ύστερα από διαδικασία που κίνησαν οι Φιλιππίνες, ότι οι ιστορικοί ισχυρισμοί της Κίνας δεν έχουν νομικό υπόβαθρο. Οι Κινέζοι, ωστόσο, αψήφησαν την κρίση του δικαστηρίου.
Η επίσκεψη Πελόζι στη Ταϊπέι και ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας
Στο ιστορικό και γεωπολιτικό αυτό πλαίσιο πρέπει να δούμε και την επίσκεψη Πελόσι στην Ταϊβάν. Η ίδια η Νάνσυ Πελόζι, θεωρεί ότι με την επίσκεψή της στην Ταϊβάν, ενδυνάμωσε τις σχέσεις των ΗΠΑ με το νησί και ανέδειξε την αφοσίωση της Αμερικής στην άμυνα της Ταϊβάν. Επιπλέον κατά την διάρκεια της εικοσάωρης επίσκεψής της, η Πρόεδρος της Βουλής των ΗΠΑ συνάντησε, πέραν της Προέδρου της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν, και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας TSMC (Taiwan Semiconductor). Η εταιρεία αυτή έχει σχεδόν μονοπώλιο στην παραγωγή σύγχρονων μικροτσίπ τα οποία είναι χρήσιμα για οποιοδήποτε λογισμικό, από i-phones και τηλεοράσεις μέχρι και πολεμικά αεροπλάνα τύπου F-35. Ακόμη και το διαστημικό όχημα Rover της NASA χρησιμοποιεί μικροτσίπ της TSMC. Ορισμένοι θεωρούν ότι τα συγκεκριμένα μικροτσίπ αποτελούν το καινούργιο «πετρέλαιο» στην παγκόσμια οικονομία δεδομένης της αναγκαιότητάς τους για την σύγχρονη βιομηχανία.
Η TSMC έχει ήδη βρεθεί στο κέντρο του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αφού, στις αρχές Αυγούστου, ο Πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε νόμο (CHIPS Act) και επιδότησε με 52 δις δολάρια εταιρίες όπως την TSMC για να χτίσουν εργοστάσια στην Αμερική. Ο συγκεκριμένος νόμος απαγορεύει τις επιδοτήσεις σε εταιρείες που παράγουν για την Κίνα μικροτσίπ κάτω των 28 νανομέτρων. Η TSMC έχει ήδη ξεκινήσει να χτίζει το εργοστάσιο της στην Αριζόνα και θα το τελειώσει το 2024.
Σε αντίθεση, η Κίνα, για να ανταγωνιστεί την TSMC και τις ΗΠΑ, έχει κάνει άλματα στην τεχνολογία των μικροτσίπ, έχει ως στρατηγικό στόχο να γίνει υπερδύναμη στην παραγωγή μικροτσίπ και έχει δώσει πολλά επενδυτικά κίνητρα σε δικές της εταιρείες. Για παράδειγμα, η κινεζική εταιρεία SMIC έχει κατασκευάσει επιτυχώς ένα μικροτσίπ των 7 νανομέτρων, ενώ ταυτόχρονα ο Σι Τζινπινγκ έχει υποσχεθεί απαλλαγή φορολογίας των εταιρικών κερδών έως και για 10 χρόνια σε εταιρείες μικροτσίπ στη χώρα του.
Αψηφώντας την επιμονή της Κίνας ότι ζητήματα σχετικά με την Ταϊβάν αποτελούν ουσιαστικά εσωτερικά ζητήματα του Πεκίνου, η Πελόζι ξεκίνησε μία κρίση που ωστόσο μόνο αρνητικές συνέπειες έφερε τόσο για την παγκόσμια όσο και για τοπική πολιτική. Ο υπουργός εξωτερικών της Κίνας Γουανγκ Γι χαρακτήρισε την επίσκεψη της Πελόζι ως παρέμβαση στα εσωτερικά της Κίνας. Σ αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις χωρών θεωρείται από την Κίνα ως θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη, συνεπώς τα λόγια του υπουργού εξωτερικών της έχουν μεγάλο αντίκτυπο.
Πέραν των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Κίνας στα Στενά της Ταϊβάν και στην ιαπωνική ΑΟΖ στο πλαίσιο επίδειξης δύναμης, οι Κινέζοι διέκοψαν προς το παρόν την συνεργασία με τις ΗΠΑ όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπιση του διεθνούς εγκλήματος. Αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι μετά την επίσκεψη της Πελόζι θα υπάρξει μία κρίση στη περιοχή παρόμοια με αυτή μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας το 2012 για τις νήσους Σενκάκου/Ντιάου (Senkaku/Diaoyu), δηλαδή μία πιο έντονη στρατιωτικοποίηση, παρακολούθηση από ναυτικές δυνάμεις και γενικότερη επίδειξη ισχύος από την Κίνα στην περιοχή των Στενών.
Όλες οι χώρες της περιοχής, λόγω της συνεχούς αστάθειας, ενισχύουν την άμυνα εξοπλίζοντας τον στρατό τους. Το ίδιο και η Ταϊβάν, με αμερικανική υποστήριξη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Κίνα είναι πάλι πρώτη σε αυτή την δραστηριότητα και θα συνεχίσει να είναι μέχρι να εξαντληθεί οικονομικά ή μέχρι να βρεθεί μία λύση για την γενικότερη επιθετικότητα στις κινήσεις των χωρών της περιοχής και των ΗΠΑ.
Ποιο είναι το μέλλον μετά από την κρίση της επίσκεψης;
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπενθύμισε τόσο στην αμερικανική όσο και στην παγκόσμια πολιτική πως μεγάλες κρίσεις, εάν δεν λυθούν διπλωματικά, μπορούν να οδηγήσουν σε στρατιωτική σύγκρουση. Ο Αμερικανικός Νόμος για τις Σχέσεις της Ταϊβάν (Taiwan Relations Act) , που υπογράφηκε το 1979 από τον πρόεδρο Κάρτερ, προβλέπει ότι σε περίπτωση απειλής κατά της Ταϊβάν οι ΗΠΑ πρέπει να συνδράμουν στον εξοπλισμό της νήσου για την διατήρηση της κυριαρχίας της.
Οι τιμωρητικές κυρώσεις βρίσκονται πάντα πάνω στο τραπέζι, όμως δεν μπορεί να είναι όπως αυτές κατά της Ρωσίας γιατί, σε αντίθεση με την Μόσχα, το Πεκίνο είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων, πρώτων υλών, χημικών προϊόντων και αυτοκινήτων, και συνεπώς το κόστος των κυρώσεων θα είναι ιδιαίτερα βαρύ για την Δύση. Πιο πιθανή λοιπόν είναι κίνηση στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στην γύρω περιοχή απλά για λόγους άμυνας, όχι για σύγκρουση.
Τέλος, πολιτικοί επιστήμονες σημειώνουν ότι οι συζητήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνα για το περιβάλλον, το έγκλημα και τις από κοινού στρατιωτικές πολιτικές άμυνας, ήταν έτσι και αλλιώς μικρές σε αξία λόγω τις δυσπιστίας μεταξύ των δύο. Όμως , αυτό που κινδυνεύει να συμβεί είναι η παντελής διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των χωρών και άρα οποιοσδήποτε βαθμός βελτίωσης των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων, γεγονός που θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
https://foreignpolicy.com/2022/08/16/taiwan-pelosi-china-military-conflict-east-asia-missiles/
https://www.bbc.com/news/world-asia-china-38285354
https://www.youtube.com/watch?v=HElrBSkPZaY&ab_channel=DWNews