Του Χρήστου Γραμμένου
- Εισαγωγή
Ο θάνατος της μακροβιότερης μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου, Ελισάβετ Β’, επισφραγίζει με τον πιο (βρετανικά) πομπώδη και μεγαλοπρεπή τρόπο την μετάβαση σε μια νέα εποχή για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κοινοπολιτεία. Επτά δεκαετίες πριν, η νεαρή μονάρχης κλήθηκε να ηγηθεί της μετάβασης από την αυτοκρατορία σε ένα περιορισμένης διεθνούς επιρροής κράτος. Σε μεταγενέστερες φάσεις της βασιλείας της, η Ελισάβετ αποτελούσε μία σταθερά κατά τις σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ αλλά και κατά τη διαδικασία αποκέντρωσης εξουσίας προς το Εδιμβούργο, το Κάρντιφ και το Μπέλφαστ, στην εκπνοή του περασμένου αιώνα.
Η διαδοχή της Ελισάβετ από τον Κάρολο Γ΄, βρίσκει την χώρα σε μια δραματική περιδίνηση μέσα σε πολλαπλές κρίσεις. Παράλληλα, η εναλλαγή τεσσάρων πρωθυπουργών σε έξι χρόνια δημιουργεί ένα κλίμα πολιτικής αστάθειας στο σχεδιασμό μιας σταθερής πορείας πλεύσης. Ακόμα κι αν το Ηνωμένο Βασίλειο τέμνεται από τις κρίσεις της διεθνούς σκηνής, εσωτερικές επιλογές και παθογένειες δείχνουν να πολλαπλασιάζουν τον αρνητικό αντίκτυπο των κρίσεων αυτών στην βρετανική κοινωνία και οικονομία. Ίσως η βασιλεία του Καρόλου Γ’ αποτυπώσει γλαφυρά τον επαναπροσδιορισμό της ‘’βρετανικής ιδιαιτερότητας’’ από πηγή υπερηφάνειας σε παράγοντα αυτοκαταστροφής.
- Με αφοσίωση, αγάπη και σεβασμό
Το ύφος του νέου Μονάρχη: Αδιαμφισβήτητα, ο νέος ένοικος του Μπάκιγκχαμ δεν χαρακτηρίζεται για τη δημοφιλία του. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση στον ημερήσιο τύπο κατετάγη ως το έβδομος πιο δημοφιλές μέλος της οικογένειας των Ουίνσδορ, έξι θέσεις πίσω από τον Πρίγκηπα της Ουαλίας, Γουίλιαμ. Πέραν της δημοτικότητάς του όμως ο Κάρολος, ως ο «καλύτερα προετοιμασμένος μονάρχης» στην ιστορία, όπως περιγράφεται από τα βρετανικά ΜΜΕ, οφείλει να προσαρμόσει τον άλλοτε παρεμβατικό χαρακτήρα του στα νέα του καθήκοντα.
Στο μνημειώδες έργο του «Το Αγγλικό Σύνταγμα», 1867 ο Oυόλτερ Μπάτζεοτ (Walter Bagehot) διακρίνει τους θεσμούς του Βρετανικού πολιτικού συστήματος σε «πρακτικούς» (‘’efficient’’) και «συμβολικούς» (‘’dignified’’). Ενώ στην πρώτη κατηγορία εμπίπτει το υπουργικό συμβούλιο, η δημόσια διοίκηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στην δεύτερη κυριαρχεί το Στέμμα το οποίο προσωποποιεί την ιδέα της διακυβέρνησης υπερβαίνοντας τον κομματικό ανταγωνισμό και εγγυώμενο την πολιτική ακεραιότητα: τα βασικά καθήκοντα του μονάρχη είναι να συμβουλεύει, να ενθαρρύνει και να προειδοποιεί την εκάστοτε κυβέρνηση. Ο νέος ένοικος του Μπάκιγκχαμ παραμέρισε επιδεικτικά τον Μπάτζεοτ, όταν μεταξύ 2004-2005 απέστειλε σε υπουργούς της τότε κυβέρνησης 27 επιστολές, τα λεγόμενα ‘’πολιτικά υπομνήματα της Μαύρης Αράχνης’’, που πήραν το προσωνύμιό τους από τον περίπλοκο γραφικό χαρακτήρα του Καρόλου και την προτίμηση του στο μαύρο μελάνι. Στα υπομνήματα αυτά, ο Κάρολος ασκούσε πίεση στην κυβέρνηση Μπλερ για μια σειρά θεμάτων, από τα εξοπλιστικά προγράμματα του βρετανικού στρατού μέχρι την πρόληψη ασθενειών με εναλλακτικές μορφές ιατρικής, εκφράζοντας την επιθυμία του για λήψη άμεσης δράσης από σειρά υπουργών. Οι επιστολές αυτές αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης πίεσης από τη βασιλική οικογένεια, μια τακτική όχι και τόσο άγνωστη ακόμα και για την εκλιπούσα Ελισάβετ, η οποία χρησιμοποίησε μια πιο νομιμοφανή διαδικασία (Queen’s Consent), για να επηρεάσει τόσο τη Βρετανική όσο και την Σκωτική κυβέρνηση, πιο πρόσφατα.
Οι πολιτικές προκλήσεις: Στο πρώτο του τηλεοπτικό διάγγελμα ως βασιλιάς ο Κάρολος επανεπιβεβαίωσε τη ρήση της Ελισάβετ ότι θα υπηρετεί τους υ
πηκόους του με «αφοσίωση, σεβασμό και αγάπη». Είναι βέβαιο όμως ότι θα χρειαστεί σαφώς περισσότερα όπλα στη φαρέτρα του τόσο για να προσαρμόσει την προσωπικότητά του στα νέα καθήκοντα όσο και για να αντιμετωπίσει ζωτικούς κινδύνους για τον θρόνο. Αρχικά, έχει θέσει ως στόχο τη δραστική μείωση των λειτουργικών εξόδων της βασιλικής οικογένειας, μειώνοντας τα «εργαζόμενα μέλη της βασιλικής οικογένειας» από επτά σε τέσσερα. Είναι το πρώτο μήνυμα εκσυγχρονισμού του θεσμού, στα πρότυπα των σκανδιναβικών μοναρχιών και φαίνεται να φιλοδοξεί να μεταφέρει ένα μήνυμα αλλαγής στο εσωτερικό αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, ο ιρλανδικός και σκωτικός εθνικισμός συνεχίζουν να κινούνται προς την κατεύθυνση της απόσχισης (ή της ένωσης για τον δεύτερο) υποβοηθούμενοι από τις δημογραφικές αλλαγές, το ναυάγιο του Μπρέξιτ και την οικονομική κρίση. Στο εξωτερικό, το πραγματικό στοίχημα για τον Κάρολο είναι η διατήρηση της Κοινοπολιτείας και ο έλεγχος των φυγόκεντρων ή «ρεπουμπλικανικών» τάσεων σε κράτη όπως ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία, η αποχώρηση των οποίων θα μειώσει περαιτέρω την επιρροή της Βρετανίας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ο Κάρολος Γ’ θα έρθει αντιμέτωπος με υπαρξιακά διλήμματα για την ίδια τη μοναρχία και για την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και ίσως κληθεί να συμπεριφερθεί με ακόμη λιγότερη φιλικότητα προς το πολιτικό προσωπικό απ’ ότι η μητέρα του, ακολουθώντας τη ρήση του τέως πρωθυπουργού Κάλαχαν ότι η Ελισάβετ προσέφερε απλόχερα μια αίσθηση φιλικότητας στους πολιτικούς παράγοντες αλλά ποτέ φιλίας.
- Το αβέβαιο μέλλον της Λιζ Τρας
Μία ρεπουμπλικανική ματαιοδοξία: Λίγοι θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι η παθιασμένα αντιμοναρχική νεαρή πρόεδρος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών φοιτητών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, θα εκφωνούσε 28 χρόνια μετά, ως Πρωθυπουργός, τον συλλυπητήριο λόγο για τη Βασίλισσα Ελισάβετ στη Βουλή των Κοινοτήτων. Η πάντα φιλόδοξη Λιζ Τρας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των Συντηρητικών, λόγω των οβιδιακών της μεταμορφώσεων: από ευνοούμενη του Ντειβιντ Κάμερον και υπέρμαχος της παραμονής της Ε.Ε. η νέα πρωθυπουργός έγινε εκλεκτή του Μπόρις Τζόνσον, σθεναρή πολέμιος των Βρυξελλών όταν είχε το χαρτοφυλάκιο της υπουργού εμπορίου, ενώ σήμερα επιδιώκει να μετατραπεί σε (αδιευκρίνιστης ποιότητας) απομίμηση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η προσκόλληση του Συντηρητικού Κόμματος σε κακέκτυπα ηγετικών μορφών του παρελθόντος είναι χαρακτηριστική της έλλειψης έμπνευσης και οράματος σε ένα κόμμα που κυβερνά επί 12 συναπτά έτη. Η Τρας σκοπεύει να αντιγράψει και την οικονομική πολιτική της σιδηράς κυρίας, με μείωση φόρων, περισσότερη απορρύθμιση των αγορών και βαθιά προσκόλληση στα ‘’trickle-down economics’’, σύμφωνα με τα οποία η ευημερία των ανώτερων οικονομικά στρωμάτων θα διαχύσει, προοδευτικά, οφέλη στα κατώτερα στρώματα. Μπορεί ο Κάρολος να μην εντρύφησε στον Μπάτζεοτ, φαίνεται όμως ότι ούτε η Τρας λαμβάνει υπόψη τους αστερίσκους της θεωρίας του Μίλτον Φρίντμαν, αγνοώντας τη σημασία της ‘’δημοσιονομικής πειθαρχίας’’ για την εφαρμογή της θεωρίας του. Αντ’αυτής η Τρας, υποστηρίζει ότι το «σχετιζόμενο με την πανδημία» χρέος της χώρας μπορεί απρόσκοπτα να αυξάνεται αγγίζοντας το 100% του ΑΕΠ.
- Οι πολιτικές προτεραιότητες της χώρας
Η εμμονή της Τρας με την Μαργκαρετ Θάτσερ, αγγίζει και την παρουσίαση των προβλημάτων – από τη σταθερή πτώση του ΑΕΠ μέχρι το αποκαρδιωτικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας – ώστε η νέα πρωθυπουργός να νομιμοποιήσει την περαιτέρω απορρύθμιση των αγορών. Ωστόσο, ο κόσμος του 2022 διαφέρει σημαντικά από το 1979. Η βρετανική οικονομία έχει ήδη απορρυθμιστεί σε συντριπτικό βαθμό, με τις κοινωνικές ανισότητες να εντείνονται ακριβώς λόγω των πολιτικών της δεκαετίας του 1980 και της, κατ’ επέκταση, εξάρτησης της οικονομίας από την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η Βρετανία βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν όχι σε ανοιχτή σύγκρουση όπως θα ήθελε η Τρας στο ζήτημα της Βορείου Ιρλανδίας, ενώ η αβεβαιότητα γύρω από την παγκοσμιοποίηση και την ηγεμονία της Ουάσιγκτον δεν παρέχουν δικλείδα ασφαλείας για το Λονδίνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Νταουνινγκ Στρητ θεωρεί την Κίνα και τη Ρωσία ως «πολιτισμικούς εχθρούς» της Δύσης, μια πεποίθηση που υποστηρίζεται, αν όχι οξύνεται από τη δεξιά πτέρυγα του Συντηρητικού κόμματος, η οποία καταλαμβάνει την συντριπτική πλειοψηφία του νέου υπουργικού συμβουλίου. Σε αυτό, 60% των υπουργών έχει λάβει ιδιωτική εκπαίδευση, σε πλήρη αναντιστοιχία με τον εθνικό μέσο όρο του 7%.
- Συμπεράσματα
Η ανάρρηση του Καρόλου Γ΄ στο θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, βρίσκει τη χώρα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για την επιβίωση τόσο του θεσμού της μοναρχίας όσο και της ενότητας του ίδιου του βασιλείου. Η τουλάχιστον ανεπαρκής ανταπόκριση του πολιτικού κατεστημένου στις διεθνείς συγκυρίες, η έλλειψη οράματος και ικανότητας ηγεσίας από τη Νταουνινγκ Στρητ αλλά και η εμμονή στην διαιώνιση παθογενειών και την αναζήτηση σωτηρίας στο παρελθόν οδηγούν σε μια «τέλεια καταιγίδα» για τη μετατροπή της «βρετανικής ιδιαιτερότητας» σε ένα μέσο αυτοχειρίας μάλλον παρά εθνικής υπερηφάνειας. Η Μεγάλη Βρετανία, για αυτή τη νέα σελίδα, θα χρειαστεί πολύ περισσότερα από αφοσίωση, σεβασμό και αγάπη.